United States or Belgium ? Vote for the TOP Country of the Week !
Αυτά 'πα' εστέναξε βαθειά και μ' απαντούσ' εκείνος• «Λαερτιάδη διογενή, πολύτεχνε Οδυσσέα, 60 οργή θεού και τ' άμετρο κρασί μ' εξολοθρεύσαν. λησμόνησ', αφού πλάγιασα 'ς το μέγαρο της Κίρκης, απ' την υψηλήν κλίμακα να καταιβώ, 'π' ανέβην• αλλ' απ' την σκέπην έπεσα κατάντικρα, κ' εκόπη ο τράχηλός μου, και η ψυχή ροβόλησε εις τον Άδη. 65 και αχ! να σου ζήσουν οι ακριβοί, 'που ο κόσμος έχει ακόμη, η σύντροφός σου και ο γονειός, που σ' έχει θρέψει βρέφος, και ο μόνος σου Τηλέμαχος, πώχεις 'ς το σπίτι αφήσει,— τι ξεύρ' ότι γυρίζοντας εδώθε, από τον Άδη, θ' αράξης το καράβι σου 'ς την νήσο την Αιαία,— 70 όταν κει φθάσης, έχε με 'ς τον νου σου, ω βασιλέα• να μη μ' αφήσης άθαπτον και αδάκρυτον οπίσω φεύγοντας, μη σου γείνω εγώ θείας οργής αιτία. αλλ' έπαρε και κάψε με μαζή με τ' άρματά μου, κ' εμένα μνήμα σήκωσε σιμά 'ς τ' αφράτο κύμα, 75 να 'ναι γνωστός και εις τους εξής του αμοίρου εμένα ο τάφος. κάμε μου τούτα, και κουπί 'ς το μνήμα επάνω στήσε κείνο, 'που ζώντας έλαμνα μαζή με τους συντρόφους».
Αυτά 'πε, και η χρυσόθρονη Ηώ 'ς τον κόσμο εφάνη• κ' εσύρθ' η ασύγκριτη θεά παράμεσα 'ς την νήσο.
Εκεί τότε προσεύχονταν του σείστη Ποσειδώνα 185 οι αρχηγοί κ' οι άρχοντες του δήμου των Φαιάκων, ολόρθοι γύρω εις τον βωμό• και ο θείος Οδυσσέας οπού εκοιμάτο εξύπνησε 'ς την γη την πατρική του, ουδέ ποσώς την γνώρισεν ο πολυεξωρισμένος, ότ' η διογέννητη Αθηνά τον έζωσε με ομίχλη, 190 να μείνη αγνώριστος, και αυτή να τον διδάξ' εις όλα, μη τον γνωρίσ' η σύντροφος, οι φίλοι και οι πολίταις, πριν όλα τ' αδικήματα πλερώσουν οι μνηστήρες• όθεν τα πάντ' αλλοειδή φαινόνταν του κυρίου, τα μονοπάτια τα μακρυά, τα ευρύχωρα λιμάνια, 195 τα δένδρα τα ολοφούντωτα και οι βράχοι ολόγυρά του• πετάχθη, εστάθη, εκύτταξε την γη την πατρική του• κ' έβγαλε μέγαν στεναγμό, και με ταις απαλάμαις τα δυο μεριά του κτύπησε και με παράπον' είπε• «Ωιμέ, πού πάλιν έφθασα και εις ποιών ανθρώπων μέρος; 200 μήπως είν' άνθρωποι υβρισταίς, άγριοι και όχι δίκαιοι, ήτε φιλόξενοι και αυτών θεόφοβ' είναι η γνώμη; πού φέρω αυτούς τους θησαυρούς, και ατός μου πού πλανώμαι; ας είχαν μείν' οι θησαυροί 'ς την νήσο των Φαιάκων, κ' εγώ 'ς άλλον θα πρόσφευγα μεγάλον βασιλέα, 205 'που θα μ' εφιλοξένιζε και θα μ' επροβοδούσε• τώρα ούτε πού να θέσω αυτά γνωρίζω, αλλ' ούτε πάλι θα μείνουν 'κεί 'που ευρίσκονται, μην κάποιος μου τ' αρπάξη. ωιμένα, εις όλα φρόνιμοι και δίκαιοι δεν ήσαν, ως τώρα φαίνετ', οι αρχηγοί και άρχοντες των Φαιάκων, 210 'που μ' έφεραν εις άλλην γη• και αυτ' είπαν να με φέρουν 'ς την ηλιακήν Ιθάκη μου και αθέτησαν τον λόγο. να τιμωρήση αυτούς ευθύς ο ικετήσιος Δίας, 'π' άνωθε βλέπει τους θνητούς και τιμωρεί τον πταίστη• αλλ' ας ιδώ τους θησαυρούς, να τους καλομετρήσω, 215 μήπως μου πήραν φεύγοντας κάτι 'ς το κοίλο πλοίο».
Λέξη Της Ημέρας