United States or Tunisia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα ας μείνει ο Αχιλιάς ως τότε εδώ κιας βιάζεται για μάχη, μείνετε κι' όλοι αχώριστοι οι άλλοι ως που να φτάσουν 190 τα δώρα εδώ όξω και πιστά να σφάξουμε ορκιστήρια.

Έτσι σα φόρεσε όλα της στο σώμα τα στολίδια, βγαίνει να σύρει, κ' έπειτα την Αφροδίτη κράζει χώρια απ' τους άλλους τους θεούς και της μιλά 'να λόγο «Μια χάρη, φως μου, σου ζητώ, και πες μου, θαν την κάνεις, 190 ή μήπως τάχα θ' αρνηθείς κι' έχει η καρδιά σου κάκια που εγώ βοηθάω τους Αχαιούς κι' εσύ βοηθάς τους Τρώες

Και απ' τον αγρό να καταιβούντην πόλι ετοιμαζόνταν ο Οδυσσέας και μ' αυτόν ο θείος χοιροτρόφος. και ωμίλησε ο χοιροβοσκός, ο άρχος των ανθρώπων• «Ξένε, αφού σήμερα ποθείς σφοδρά να παςτην πόλι, 185 ο κύριός μου ως πρόσταξε,—κ' εγώ θα επιθυμούσα ως φύλακας της στάνης μου οπίσω εδώ να μείνης• αλλά πολύ τον σέβομαι, τρέμω μη μ' ονειδίση κατόπι, κ' οι φοβερισμοί πληγόνουν των κυρίων,— ας πάμε, και παρά πολύ προχώρησεν η ημέρα, 190 και, άμα εσπερώση, δυνατά θα πάθης απ' το κρύο».

Και τη λαβωματιά ο γιατρός θα πιάσει, και βοτάνια 190 θα βάλει απάνου τους πικρούς να σταματήσει πόνουςΈτσι είπε, και το θεϊκό διαλαλητή του κράζει «Ταρθύβη, τρέχα το Μαχά εφτύς εδώ να φέρεις, τ' άξιο βλαστάρι τ' Ασκληπιού, τ' ασύγκριτου χερούργου, για να κοιτάξει την πληγή του βασιλιά Μενέλα 195 που κάπιος τον σαΐτεψε, τεχνίτης στο δοξάρι, Τρώας ή σύμμαχος, τιμή για αφτόν, για μας λαχτάρα.». Είπε, κι' ο κράχτης άκουσε του βασιλιά το λόγο, και τράβηξε να πάει γοργός, μες στου στρατού την πύκνα γυρέβοντας τον αρχηγό Μαχά.

Τότ' άφησαν το μέγαρο κ' εβγήκαν ο βουκόλος αντάμα και ο χοιροβοσκός του θείου Οδυσσέα· εκείνους ακολούθησεν ο θείος Οδυσσέας. 190 αλλ', απ' την θύρα ξέμακρα και απ' την αυλήν ότ' ήσαν, με λόγια χλυκομίλητααυτούς εστράφη κ' είπε· «Βουκόλε, και χοιροβοσκέ, θα 'λεγα κάποιον λόγον ή να το κρύψω; κ' η καρδιά να εξηγηθώ με σπρώχνει· με ποίαν γνώμη βοηθοί θα ήσθε του Οδυσσέα, 195 αν κάπουθ' έλθη ξάφνου εδώ κ' ένας θεός τον φέρη; σεις των μνηστήρων βοηθοί θα ήσθε ή του Οδυσσέα; ειπήτ' εκείν' οπ' η ψυχή σας λέγει κ' η καρδία».

Ω φωνάζουν όλα αντάμα Τα Ψαράκια, ω! τι θιάμα Σπίτια, δέντρα, όλα ένα 185 Νάτα καταποντισμένα. Φόβου τόπος πλιο δε μένει· Πέλαγος η οικουμένη· Ήρθε ήρθε ο καιρός μας. Είναι ο κόσμος εδικός μας. 190 Τι λες, Μάνα, είναι χρεία Να 'χομε άλλην υποψία; Μάλιστα, παιδιά μου, τώρα, Να φοβάστε είναι ώρα.

Είπε, κι' εκείνος άναψε ν' ακούσει τέτιο λόγο, και του διπλόφερε η καρδιά στα λογγωμένα στήθια, ή να τραβήξει απ' το μερί το κοφτερό λεπίδι, 190 να αναστατώσει τη βουλή, το βασιλιά να σφάξει, ή να σωπάσει την καρδιά και το θυμό να πνίξει.

Κι' αφτός τους γιους του πρόσταξε να βγάλουν τα μουλάρια με στέριο κάρο, και κουτί απάνου ναν του δέσουν. 190 Απέ στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, πλατιά κεδρένια, που σωρούς πολύτιμα χωρούσε.

Ο Ιουστινιανός Α' είναι ο δέκατος πέμπτος των από Κωνσταντίνου του Μεγάλου βασιλευσάντων αυτοκρατόρων, ανελθών εις τον θρόνον τω 527 μ.Χ. ήτοι 197 έτη μετά την κτίσιν της Κωνσταντινουπόλεως και 190 έτη μετά τον θάνατον Κωνσταντίνου του Μεγάλου. Ο οίκος του δεν διεκρίνετο διά την αρχαίαν αριστοκρατικήν καταγωγήν.

Είπε, και στ' άλογα έσκουξε να τρέξουν και τους είπε 184 «Καιρός σας τώρα τους πολλούς να μου πλερώστε κόπους 185 πούχει συχνά για σας τ' Αητιού η κόρη, η Αντρομάχη, τι εσάς καρδόγλυκη ταγή σας βάζει πριν εμένα, 188 που ζηλεμένονε άντρα της με ξέρει ο κόσμος όλος. 190 Μόνε στα τέσσερα, κι' ομπρός! τρεχάτε καταπόδι.