United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


Του απάντησ' ο Αντίνοος• «Ήσυχα τρώγε, ω ξένε, καθήμενος, ή φύγε αλλού, μη, με την γλώσσα 'πώχεις, από το χέρι τραβηκτά ή από το πόδ' οι νέοι σε σύρουν εις τα δώματα και σ' απογδάρουν όλον». 480

Είπε, 'ς τα χέρια του 'βαλε τ' αργυροκαρφωμένο σπαθί, και τον προσφώνησε με λόγια πτερωμένα• «Πατέρα ξένε, χαίρε• και αν λόγος βαρύς ειπώθη, ας τον πάρουν οι άνεμοι, κ' οι αθάνατοι ας σου δώσουν να ξαναϊδής την σύντροφον, να 'φθάσηςτην πατρίδα, 410 'πώχεις καιρούς 'π' αδημονείς μακράν των ποθητών σου».

Κι' είπε τόσα η πονηριά της, Που κοντεύει στα νερά της Την κοπή των Αλουπών Να τραβίση και, να σύρη, 280 Πάσα μια απ' αυταίς να γύρη, Στο δικό της το σκοπόν· Μόνε μια απ' όσαις τότες Ήταν δεύτεραις και πρώταις, Αλουπού καθολική, 285 Ε της λέι, αγαπημένη, Πώχεις την νορά κομμένη, Κι' είσαι τόσο γνωμική, Αν αυτή η συμβουλή σου, Που με τόσην όρεξί σου 290 Να δεχτούμε επιθυμάς,

Ανάθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις! Θα πάρω έναν ανήφορο να βγω σε κορφοβούνι, Να βρω κλαράκι φουντωτό και ριζιμιό λιθάρι, Να βρω και μια κρυόβρυσι, να ξαπλωθώ 'ςτόν ίσκιο, Να πιω νερό να δροσισθώ, να πάρω 'λίγη ανάσα, Ν αρχίσω να συλλογισθώ της ξενητειάς τα πάθη. Να ειπώ τα μαύρα ντέρτια μου και τα παράπονά μου. Άνοιξε θλιβερή καρδιά και πικραμένο αχείλι.

Ναι· απόψε θα πλέξη το μουσχάριτο αίμα· τ' έχει να γένη ένας θεός το ξέρει. . . Οι καπεταναρέοι γροικήθηκαν με τον Καραϊσκάκη και θα πέση μαζή μαςτο χορό. . . Έλα, πώχεις τάρματα; Ο Ζάχος εν βία διεσκέλισε το κατώφλιον και εισήλθε πρώτος εις τον οικίσκον. Τα παλληκάρια σπανίως απεχωρίζοντο των όπλων των.

Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δεν είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό το παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

Κλαις, ωρέ χαντακωμένε Λάμπρο, κλαις; Δες είσ' εσύ, πώχεις φάει δέκα τούρκους με τα χέρια σου ως τα τώρα, ωρέ Λάμπρο, και γιατί πάει κι ο Μπεϊλούλαγας σήμερα κλαις σαν το μικρό παιδί και μαλώνεις το Φώτο; Αν μας το σκότωνε το παιδί ο σκύλλαρος, τι θα να γενόμασταν εμείς τότες, ωρέ καϋμένε; Άιντε να φύγουμε γλήγορ' απόψε.

Πού να τον 'πω τον πόνο μου, πού να τον απορρίξω; Να τον ειπώ 'ςτά τρίστρατα, τον παίρνουν οι διαβάταις, Να τον αφήσω 'στά κλαριά, τον παίρνουν τ' αγριοπούλια!... Κι' αν κλάψω, τα φαρμακερά τα δάκρυα πού να πέσουν; Αν πέσουνε, 'ςτή μαύρη γη, χορτάρι δε φυτρώνει, Αν πέσουνε 'ςτόν ποταμό, ο ποταμός θα στύψη, Αν πέσουνε 'ςτή θάλασσα, πνίγονται τα καράβια, Κι' αν τα βαστάξω 'ςτήν καρδιά, με καίν', με φαρμακώνουν Αναθεμά σε, ξενητειά, με τα φαρμάκια πώχεις!

Κ' η άλλαις έμεναν εκεί ψυχαίς των πεθαμένων περίλυπαις, και η καθεμιά τον πόνο της μ' ερώτα, μόνη του Αίαντα η ψυχή, του Τελαμωνιάδη, έστεκε ανάμερα πολύ• την χόλιαζεν η νίκη, 'πουτα καράβια νίκησατην κρίσι των αρμάτων 545 του Αχιλλέα, 'που η σεπτή μητέρα του είχε στήσει, και Τρωαδίταις έκριναν και η Παλλάδ' Αθήνη. για τέτοιο κέρδος άμποτε να μην είχα νικήσει! αφού για κείνα εσκέπασεν η γη παρόμοιον άνδρα, τον Αίαντα, 'που εις την μορφήν θα ενίκα και εις τα έργα 550 τους Δαναούς, αν έλειπεν ο ασύγκριτος Πηλείδης. «Αίαντα Τελαμώνιετου 'πα γλυκομιλώνταςουδέ νεκρός δεν έμελλες το πάθος ν' αστοχήσης, 'πώχειςεμέ για τ' άρματα τα τρισκαταραμένα; Αχ! οι θεοί φθοροποιά τα έκαμαν των Αργείων. 555 πύργος τους ήσουν σ' έχασαν και οι Αχαιοί σε κλαίμε ολοκαιρής ως κλαίουμε τον θείον Αχιλλέα. κ' αίτιος δεν είναι του κακού κανείς αλλ' είν' ο Δίας, 'που φοβερά των Δαναών το λογχοφόρον πλήθος, ωργίσθη, και σέν' έδωκε την μοίρα του θανάτου. 560 αλλ' έλα, κύριε, σίμωσε, τους λόγους μου να πάρης, και την οργή σου δάμασετο στήθος το γενναίο».

Κι' όθε περάση ο ίσκιος μου, ορίζω εγώ... Το ξέρει. — Πόλεμο θέλω... πόλεμο... Ποιος είσαι συ που κρένεις; — Πιστεύω, ό,τι πιστεύετε... — Αφωρεσμένος νάσαι Πώχεις ψυχήτη γλώσσα μας, 'ς αυτόν τον Άγιον Τάφο Να βλαστημήσης προδοσαίς... Αφωρεσμένος νάσαι... Κι' ο αντίλαλος εφτά φοραίς από σπηληαίς σε βράχους Από βουνά σε λαγκαδιαίς φαρμάκεψε ταγέρι Μ' εκείνον τον αφορεσμό.