United States or Argentina ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ω! Έλα γρήγορα εδώ, να χύσωτην ψυχήν σου την τόλμην μου, κ' η γλώσσα μου να σου εκμηδενίση όσα κι' αν είν' εμπόδια ως τον χρυσόν τον κύκλον, όπου η Τύχη, και μ' αυτήν Δυνάμεις υπέρ φύσιν, να βάλουν τ' απεφάσισαντην κεφαλήν σου στέμμα! ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι θέλεις συ; ΑΓΓΕΛΙΑΦΟΡΟΣ Ο βασιλεύς έρχετ' εδώ απόψε. ΛΑΙΔΗ ΜΑΚΒΕΘ Τι λέγεις; Ετρελλάθηκες, ω άνθρωπε!

Βλέπω καλώτατα του είπεν εκείνη, ότι είσαι με την ίδιαν γνώμην, και καταλαμβάνω την αγάπην που εις εμέ έχεις, και διά τούτο με όλην μου την καρδιάν αποφασίζω διά να σε ευχαριστήσω· σε καρτερώ το λοιπόν απόψε να έλθης εις το σπήτι μου· θέλεις κτυπήσει την θύραν και μία πιστή σκλάβα μου θέλει έλθει διά να σου ανοίξη, και θέλομεν απεράσει ετούτην την νύκτα καθώς επιθυμείς και ενθυμήσου να φέρης και τα φλωριά μαζί σου.

Αλλ' εκείνη συνθλιβομένη επάνω του επέμενε: — Μάντευσε. Περιέβαλε με τους βραχίονάς της τον λαιμόν του Βινικίου και διά μέσου του πέπλου της εκόλλησαν τα χείλη της επί των χειλέων του. «Νυξ έρωτος! Νυξ τρέλλαςείπε πνευστιώσα. «Απόψε όλα επιτρέπονται· είμαι ιδική σου». Αλλά το φίλημα εκείνο υπήρξε δι' αυτόν νέα αηδία.

'Στο πλευρό της Δημοπούλας της περίμορφης! Η ΦΛΟΓΕΡΑ κ. Ν. Πουρναρά. — Ήσυχα πούναι τα βουνά, ήσυχοι πούναι οι κάμποι Ήσυχαις πούναι η λαγκαδιαίς και τα κλαριά κι' η βρύσαις, Ήσυχαις πούναι κ' η σπηλιαίς! Κι αυτά τα νυχτοπούλια Γρήγορ' απόψε κούρνιασαν τα μαύρα και δεν σκούζουν.

Πώς ξεχωρίζεται αυτή απ' ταις συντρόφισσαίς της, 'σαν περιστέρα κάτασπρητα μαυροπούλια μέσα! Ευθύς που παύση ο χορός, θα ιδώ πού θα καθίση, να δώσω την ανέκφραστην χαράν στ' αδρύ μου χέρι να πιάση το χεράκι της. — Αγάπησ' η καρδιά μου ως τώρα; Όχι! Μάτια μου, εσείς να ορκισθήτε πως ευμορφιάν αληθινήν απόψε πρωτοβλέπω! ΤΥΒΑΛΤΗΣ, παρατηρών τον Ρωμαίον μακρόθεν. Μοντέκης είναι βέβαια!

ΡΩΜΑΙΟΣ Ένα δαυλόν εμένα. Εσείς, που έχετ' ελαφρόν κι’ απλήγωτον το στήθος ταις ψάθαις γαργαλίσετε απόψε με τα πόδια . Εγώ το φως θα σας κρατώ, κ' οι άλλοι ας πηδήξουν. Έλα, μη χάνωμεν καιρόν, και φέγγομεν τον ήλιον. ΡΩΜΑΙΟΣ Πώς τούτο; ΜΕΡΚΟΥΤΙΟΣ Θέλω να ειπώ 'ξοδεύομεν του κάκου τα φώτα, 'σαν να καίωμεν το μεσημέρι λύχνον. Το νόημά μου κύτταξε, και άφηνε τα λόγια.

Εκείνοι θα τον έβαλαν τον γέρον να φονεύση, με την ιδέαν να χαρούν τα εισοδήματά του. Έλαβ' απόψε δι' αυτούς της αδελφής μου γράμμα και με προειδοποίησε τα μέτρα μου να λάβω. Ανίσως έλθουν εις εμέ να τους φιλοξενήσω, εγώ θα λείπω. ΚΟΡΝ. Ούτ' εγώ, Ρεγάνη, δεν θα μείνω. Εδμόνδε, 'ς τον πατέρα σου εφέρθηκες μου είπαν, ωσάν φιλόστοργος υιός. ΕΔΜ. Το χρέος μου, αυθέντα.

ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Καλή σας νύκτα. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Χαίρε, τίμιε στρατιώτη· ποιος σ' άλλαξε; ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ Την θέσιν μου ο Βερνάρδος έχει. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Ε! φίλε Βερνάρδε! ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Λέγε, — ο Οράτιος είν' εκεί; ΟΡΑΤΙΟΣ Κάπως εκείνος . ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Καλώς ήλθες, Οράτιε, και συ, Μάρκελλέ μου. ΜΑΡΚΕΛΛΟΣ Λοιπόν κείνο το πράγμα εφάνη απόψε πάλι; ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Τίποτ' εγώ δεν είδα.

Και μ' είπε: «Κωνσταντίνε μου. » Μονάκριβο παιδί μου, » Σε σκιάζουνε το σώμα μου « Κ' η αχνισμένη όψι; » Δεν 'ξέρεις πως για 'σένανε » Ηθέλησα απόψε » Να ξαναλάβω μια στιγμή » Το αίμα, τη ζωή μου;» « Δεν ξέρεις πως για σένανε » Για μια στιγμή τον Άδη » Αφήκα και ξανάρχομαι » Εδώτο κόσμο 'πάνω, » Και συ, και συ με σκιάζεσαι;» Κ' εγώ τα λόγια χάνω.

Εξέχασα μια στιγμή και το γιούσουρι, και τους αγώνες μου, τα όνειρα και τη δόξα μου ακόμη. — Τι απόκαμες; ρωτάει ο καπετάν Στραπάτσος. — Τόρα θα ιδής, του λέγω πηδώντας απάνω. Έλα παιδιά· τα κουπιά σας. Το δέντρο θα το σύρουμε στο νησί απόψε. — Μωρέ τι λες! Δεν έπαθες τίποτα; δεν σ' άγγιξε το στοιχειό!