United States or Paraguay ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και πάει ο Αφτομέδος κι' εφτύς τον Ξάνθο στο ζυγό και τον Ψαρύ του ζέβει, τα πιλαλά άτια, που μαζί πετούσαν με τ' αγέρια, που με το Ζέφυρο άνεμο τάχε μια λάμια κάνει, 150 η Λεφκοπόδα, ενώβοσκε μια μέρα στο λιβάδι κοντά στο ρέμα τ' Ωκιανού.

Τι προτιμάς; Να συνοδέψουμε το κορίτσι, να δούμε πού πάει, και τι θα μάθη; ή να μείνουμε και να κρυφοχωθούμε στο μεγάλο το σπιτικό; Τρέμω μην τύχη και μου πης στη μικρούλα να πάμε.

Κατ' εκείνην την στιγμήν διήλθεν άνθρωπός τις, ον ιδούσα και αναγνωρίσασα η Ουρανιώ δεν ηδυνήθη να μη μειδιάση. — Πώς! κι' ο Αργυράκης πάει στην εκκλησιά; . . . εψιθύρισεν.

Είτανε πια νύχτα, και δεν μπορούσα να βρω αφορμή να πάγω, ας είναι κι απ' έξω από το σπίτι της, να βρεθώ άλλη μια στιγμή πιο κοντά της. Πάει πια, δε θα την ξαναϊδώ την Ελένη! Και μήτε την ξαναείδα... Δεν ξέρω πώς τα βάσταξε τα βάσανα του μοναστηριού.

Να ξέρεις όμως πως τα κοράκια θα σου βγάλουν πρώτα τα μάτια. Δυο από εμάς τις είδες να φεύγουν από εδώ….. τις άλλες όμως δεν θα τις δεις. Κι εσύ θα είσαι πάντα ο υπηρέτης κι εμείς τ’ αφεντικά σου…Εκείνος σταυροκοπήθηκε σαν να βρισκόταν μπροστά σε μια δαιμονισμένη και πήγε να πάρει το δισάκι του για να το βάλει στα πόδια, να πάει στην άκρη του κόσμου.

Αέρα, αέρα, κι ας είναι και σκλαβωμένος. Να μας συμπαθήσης, κερά Σκλαβιά, που συνήθειό μας είναι να σου φορτώνουμε όλες τις αμαρτίες μας. Στόμα να είχες να μας μιλήσης, θα μας παραπονιούσουνα. Θα μας έλεγες πως σκλάβα μας έγεινες, πως πάει να σπάση η ράχη σου εξ αιτίας μας. Σκύβουμε σαν περπατούμε; Η Σκλαβιά φταίει. Ψέματα λέμε; Η Σκλαβιά φταίει.

Πάει ν' αγοράση ψωμιά, απήντα ο μπάρμπ’-Αλέξης· τώρα τον περιμένω να γυρίση. Κ' ενώ έλεγεν ότι τον περιμένει, εξηκολούθει ουδέν ήττον να πλέη. Οι επιστάται των λιμένων, οι υγειονομικοί φυλακές και οι τελωνοσταθμάρχαι, ήσαν τα φόβητρα του μπάρμπ’-Αλέξη. Επαρουσιάζετο πάντοτε μόνος του, εις τον υγειονομικόν ή λιμενικόν σταθμόν «διά να βγάλη τα χαρτιά». — Ποιος είν' ο σύντροφός σου;

Τόσφιγκε, εφίλειε τις τραγότριχες του τομαριού, και της φαινονταν μαλακές, απαλότατες, σα νάσμιγαν τα μαραμένα της χείλη τ' Αργύρη το χνουδωτό στοματάκι· &Χριστοσανέστη& με τον ίδιον τον Αργύρη της λες κ' έκανε. Πάει με χαρές στο σπιτικό της η μαβρόχηρα.

Πήρε έπειτα τα δέκα του πελέκια ο γιος του Μέγη και πάει στα μισοπέλεκα ο ξακουσμένος Τέφκρος, που παίρνοντας τα ως το βαθύ τα κουβαλάει καράβι. Κατόπι του Πηλέα ο γιος μακρόδρομο κοντάρι φέρνει, και φέρνει απύρωτο πουλουδιστό λεβέτι 885 που ως ένα βόδι θ' άξιζε, και τ' απιθώνει χάμου Τότ' είπε ακοντιστάδες διο να βγουν με τα κοντάρια.

Πάει τότες ο περίφημος ο ναός της Απαμείας στη Συρία, και με τρόπο που να φρίττης.