United States or Romania ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αφού επί πολύ εθεώρησε χαιρεκάκως την τρέμουσαν Αϊμάν, ήρχισε να τη λέγη: «Εδώ είσαι, Γυφτοπούλεζα; Κ' εγώ σ' έχασα τόσον καιρόν, και δεν σ' έβλεπα; Να χαθή το χνάρι σου, να μη σε βλέπω! Τι έγεινες τόσον καιρόν και δεν εφάνης πουθενά, γυφτοκόνισμα; Καλά είσαι εδώ, καλά σ' έχω. Κοιμάσαι; Κοιμήσου, που να μη ξυπνήσης!» Η Αϊμά εν τούτοις εξύπνησε τεταραγμένη, και όλη ασπαίρουσα.

Και όμως εγώ βλέπω ότι συ είσαι νεώτερός μου βέβαια όχι ολιγώτερον από όσον είσαι και σοφώτερός μου. Αλλά, καθώς σου είπα, βαρύνεσαι, διότι έγεινες τρυφηλός πλέον από τους τόσους θησαυρούς της σοφίας σου. Αλλ', ω καλότυχε, άφες, σε παρακαλώ, την μαλθακότητα και τόνωσον τας δυνάμεις σου· διότι σε βεβαιώ, δεν είναι διόλου μάλιστα δύσκολον να εννοήσης τον λόγον μου.

Αυτά σας πειράζουν, διότι σημαίνουν ότι είμαι καλλιτέρα και αξιέραστος, σεις δε επεριφρονήθητε. ΔΩΡ. Νομίζεις ότι, επειδή εφάνης ωραία εις ένα ποιμένα και μισόστραβον, έγεινες αξία να σε φθονήσουν; Αλλά τι άλλο είχε να θαυμάση σε σένα παρά μόνον το λευκόν χρώμα; Και τούτο υποθέτω, διότι είνε συνηθισμένος εις το τυρί και το γάλα και όλα όσα ομοιάζουν με αυτά τα νομίζει ωραία.

Αέρα, αέρα, κι ας είναι και σκλαβωμένος. Να μας συμπαθήσης, κερά Σκλαβιά, που συνήθειό μας είναι να σου φορτώνουμε όλες τις αμαρτίες μας. Στόμα να είχες να μας μιλήσης, θα μας παραπονιούσουνα. Θα μας έλεγες πως σκλάβα μας έγεινες, πως πάει να σπάση η ράχη σου εξ αιτίας μας. Σκύβουμε σαν περπατούμε; Η Σκλαβιά φταίει. Ψέματα λέμε; Η Σκλαβιά φταίει.

ΤΕΙΡ. Συ λοιπόν δεν πιστεύεις ούτε όταν ακούης ότι γυναίκες μετεμορφώθησαν εις πτηνά ή δένδρα ή θηρία; όπως λ. χ. η Αηδών, η Δάφνη, ή του Λυκάονος η θυγατέρα; ΜΕΝ. Εάν συναντήσω και αυτάς πουθενά, θα τας ερωτήσω και θα μάθω τι λέγουν. Συ δε, όταν ήσουν γυναίκα, ήσουν και μάντις όπως κατόπιν, ή μόνον όταν έγεινες άνδρας έγεινες και μάντις;

Πώς; δεν εννόησες ακόμη πού ευρίσκεσαι; — Εις καφενείον, υποθέτω. — Ναι, αλλά εις καφενείον μεσιτών. — Μεσιτών; Έγεινες μεσίτης λοιπόν από υπάλληλος; — Τι να κάμω, αγαπητέ; Η κυβέρνησις μ' έτρεφε πολύ μέτρια, εγώ δε καμμίαν διάθεσιν δεν είχα να γείνω ασκητής. Εβαρέθην επί τέλους την πείναν κ' έγεινα μεσίτης. — Κερδίζεις τώρα περισσότερα;

Επαναβλέπων τους γονείς και τους αδελφούς του, ποτέ δεν ησθάνθη την χαράν, την οποίαν ησθάνετο επαναβλέπων τώρα τα γνώριμα μέρη, τα πρόβατα και τας αίγας, αίτινες τον προσέβλεπον με μίαν ενατένισιν ευχαρίστου εκπλήξεως, ως να του έλεγον: «Καλώς τονε! τι μας έγεινες τόσον καιρόνΚαι με γενικόν κωδωνισμόν εφαίνοντο ως να εώρταζαν την επάνοδόν του.

Ούτος δε τον υπεδέχθη μετά φαιδρότητος. — Και πώς δεν σε είδαμε ψες, τω είπε· τι έγεινες; Μας εκάκιωσες; Το σημείον τούτο της ευπροσηγορίας ήρεσεν εις τον ξένον, και προσεπάθησε να κρύψη την χαράν του. Πριν ή απαντήση εις την ερώτησιν του Γύφτου, απήντησεν εις εαυτόν. — Θα τον καταφέρω, είπεν ενδομύχως, βαθύτατα, εις τον πυθμένα της συνειδήσεώς του. Ακολούθως απήντησε μεγαλοφώνως·

Όταν ζώμεν μέσα εις μίαν κοινωνίαν, εις την οποίαν όλες αυτές η νέες θεωρίες είναι πράγματα άγνωστα. Όταν εγεννηθήκαμεν, εζυμωθήκαμεν με ιδέας άλλας, με συνηθείας άλλας. Μ α ρ ί α. Αλλά, Κώστα, εκεί κάτω μου είχες υποσχεθή... Κ ώ σ τ ας. Μα εκεί κάτω ήμουν τρελλός... Μ α ρ ί α. Και τώρα έγεινες φρόνιμος.. Κ ώ σ τ α ς.

ΘΑΛ. Αληθώς πολύ θολός και θερμός έγεινες, αφ' ενός μεν από το αίμα των νεκρών, εξ άλλου δε από το πυρ του Ηφαίστου. Αλλά δικαίως έπαθες, διότι εφέρθης εχθρικώς προς τον Αχιλλέα χωρίς να σεβασθής ένα υιόν Νηρηίδος. ΞΑΝΘ. Δεν έπρεπε λοιπόν να λυπηθώ τους Φρύγας, οι οποίοι είνε γείτονές μου; ΘΑΛ. Και ο Ήφαιστος δεν έπρεπε να λυπηθή τον Αχιλλέα, ο οποίος είνε υιός της Θέτιδος;