United States or Chile ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τότε πιους πρώτους, Πάτροκλε, πιους ρήμαξες κατόπι, όταν τα βρόχια πια οι θεοί σού στήσανε του χάρου; Τον Άδραστο θανάτωσες και το Μεγάδη πρώτους, το Έλασο το Βίστορα τον Έχεκλο τον Πέρμο, 695 κατόπι το Μελάνιππο το Μόλη τον Πυλάρτη· όλους αφτούς, ενώφεβγαν αλαφιασμένοι οι άλλοι.

Και μόνο σαν ήρθανε στην Ήλιδα οι ΒισιΓότθοι ξαναντάμωσαν το Στηλίχωνα, ξαναγυρισμένο από την Ιταλία. Τους έζωσε κάπου, σιμά στο όρος της Φολόης, μα αντίς να τους χτυπήση, τους ξανάφησε και πήραν το δρόμο τους, και μεταγύρισε στην Ιταλία. Λίγο κατόπι ξαναφυτρώνει ο Αλαρίχος στη Νέα Ρώμη, και διορίζεται τέλος πάντων Πρωτοστράτηγος του Ιλλυρικού.

Αν όμως στη χώρα που θακούσετε να λένε Φλάτσα , δεν είναι συνήθεια να χάνεται τάτονο ι μέσα σε δυο φωνήεντα και με λ κατόπι, αν το κι δε γίνεται τσι , αν το σ θέλει ι , τότες η ετυμολογία μας δεν αξίζει. Πρέπει να γυρέψουμε άλληνα. Η ετυμολογία δεν είναι για διασκέδαση· θέλει μάθηση και σκέψη. Κάθε λέξη είναι όμως ιστορικό, είναι και ψυχολογικό μνημείο.

Έχουμε, είπε, με τι να πληρώσουμε τον Κυβερνήτη του Βουένος- Άυρες, αν η δεσποινίς Κυνεγόνδη ημπορεί να ξετιμηθή. Ας βαδίσουμε προς την Γαϋέννη, ας μπούμε σ' ένα καΐκι και θα ιδούμε κατόπι ποιο βασίλειο μπορούμε ν' αγοράσουμε. &Τι τους συνέβη στη Σουρινάμ και πώς ο Αγαθούλης γνώρισε το Μαρτίνο& Η πρώτη μέρα των δύο ταξιδιωτών μας υπήρξε πολύ ευχάριστη.

Τι θέλουν άραγες; Πάλε τα ρούχα μου να ξεσκίσω; Όχι! όχι! Είμαι φίνος και δε με πιάνουν. Το ντουβάρι μόνο να πέση! Και δε θέλει. Να το πάλε μαλακό σαν το μπαμπάκι, και κλοτσιά να του δώσης, δε σαλέβει. Τους αρέσει να θυμώνω, για να μου λεν ύστερα παραμύθια. Σφίξε, Καρλή, δάγκασε, Καρλή, τους γρόθους σου στο στόμα σου μέσα· να σε δέσουμε κατόπι. Μη σας μέλη! Δεν το κάμνω πια και θα διήτε.

Το χνάρι εχάσετε, σκυλιά, Δανοί προδόταις! ΒΑΣΙΛΕΑΣ Ταις θύραις σπάσαν. Εισέρχεται ΛΑΕΡΤΗΣ ωπλισμένος, ΔΑΝΟΙ κατόπι του. ΛΑΕΡΤΗΣ Πού 'ναι ο Βασιλέας; — Κύριοι, σεις όλοι μείνετ' έξω. ΔΑΝΟΙ Θε να μας αφήσης να εμπούμε. ΛΑΕΡΤΗΣ Μη με ακολουθήτε, αν μ' αγαπάτε. ΛΑΕΡΤΗΣ Ευχαριστώ σας· να κρατήτε την θύραν. — Βασιλειά ξεντροπιασμένε, δος μου τον πατέρα μου! ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ Αγάλι, αγαπητέ Λαέρτη

Τι τώρα πια θαρρώ ο Πηλιάς μια και καλή απ' τον κόσμο πως πέθανε, ή κι' αν καψοζεί λιγάκι, πως στενάζει, 335 σπασμένος απ' τα γερατιά και καρτερώντας πάντα μάβρα μαντάτα, όταν του πουν το πως με πήρε ο χάροςΕίπε θρηνώντας, κι' έκλαιγαν κι' οι προεστοί κατόπι θυμάμενοι όσα αφήκανε στον πύργο του ο καθένας.

Ο Διοκλητιανός είταν από γεννήσιο του πρόστυχος άνθρωπος, μα πρόδεψε στο στρατό, κι από κει κατώρθωσε νανέβη ως το θρόνο. Αυτό στα 284. Δυο χρόνους κατόπι, βλέποντας πως δεν τα πρόφταινε όλα στ' απέραντο εκείνο το Ρωμαϊκό Κράτος, πήρε σύντροφο το Μαξιμιανό, κοινόν άνθρωπο κι αυτόν, όμως γενναίο και δραστήριο. Παίρνει ο Μαξιμιανός τις Δυτικές Επαρχίες και κάμνει πρωτεύουσα του το Μιλάνο.

Κάπου κάπου βρήκαμε χαλασμένον το δρόμο. Ο τόπος εδώ είνε όλος σάπιο χώμα, δίχως βράχο ολότελα. Κι όποτε βρέχει ξεκόβονται μπλάνες μπλάνες τα χώματα και ρεύουν στο χάο κάτου. Παρασέρνονται τότε και δρόμος και κλαριά, ό,τι τύχει απάνου τους. Βλέπαμε την αυγή απ' αντίπερα το πανόραμα τούτο, που μας το σκέπασε ο ήλιος κατόπι με τους αχνούς πώβγαλαν, από τη νώπη του τόπου, η καυτερές του αχτίνες.

Κι' οι διο αρχηγοί σα ζύγωσαν με τ' άρματα στα χέρια, τότε ο αφέντης Πάτροκλος τον κοσμοξακουσμένο Θρασύδημο, που παραγιός του Σαρπηδού 'ταν άξιος, τρυπάει στη ρίζα της κοιλιάς και τη ζωή του κόφτει. 465 Κι' ο Σαρπηδός με το λαμπρό κοντάρι δεν τον ήβρε κατόπι ορμώντας, μα βαράει δεξά στον ώμο τ' άτι τ' αποξινό, τον Πήδασο, που μούγκριζε φυσούσε, κι' απέ έπεσε μ' αχό βαρύ και πέταξε η ψυχή του.