United States or Tonga ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σκότωσε τότε ο ένας τους τον άρχοντα Μενέστη, τ' Αρήθου γιο, που γέννησε στην πολυστάφυλη Άρνα 10 η ώρια η Φυλομέδουσα κι' ο ροπαλάς Αρήθος. Κι' ο Έχτορας τον Ηονιά τρυπάει στο σνίχι πίσω κάτου απ' το κράνος το στιλπνό, και τη ζωή του παίρνει.

Δέφτερος του Τυδέα ο γιος τινάζει το κοντάρι, 855 κι' η Αθηνά του τόμπηξε στου λαγγονιού την άκρη οπούχε τη φασκιά ζωστή· εκεί τον πετυχαίνει και τον τρυπάει, και τ' όμορφο κορμί του σακατέβει, κι' ύστερα πάλι όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. Κι' έσκουξε ο Άρης σαν εννιά ή σα χιλιάδες δέκα, 860 που σκούζουν όταν έρχουνται στα χέρια και χτυπιούνται.

Για σένα δεν εγράφτηκε, κυρά, στην αγκαλιά σου να ιδής παιδί, ούτε ποτέ στο στήθος σου να γύρη. ΚΡΕΟΥΣΑ Αχ! θα πεθάνω, αλλοίμονο! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Κόρη μου! ΚΡΕΟΥΣΑ Φιλενάδες! Τι συφορές που η δύστυχη επήρα στη ζωή μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Παιδί μου, εχαθήκαμε! ΚΡΕΟΥΣΑ Αλλοί! αλλοίμονο μου! Ποιά λύπη τώρα φοβερή τρυπάει τα σωθικά μου! Ο ΠΡΕΣΒΥΤΗΣ Όχι ακόμα στεναγμός, — ΚΡΕΟΥΣΑ Μα η συφορά έχει φθάση.

Στο τεριαστό ζουνάρι πέφτει η πικρή και το τρυπάει σαΐτα πέρα πέρα, 135 και μες στα μαστροδούλεφτα του χώνεται τσαπράζα, και στη φασκιά που του κορμιού την είχε φυλαχτήρι και φράχτη κάθε κονταριού, και πιο πολύ τον είχε προφυλαγμένο, μα κι' αφτή την πέρασε ίσα πέρα. Χάραξε εκεί έτσι ξώσαρκα του στρατηγού το κρέας, κι' έτρεχε εφτύς απ' την πληγή μαβρόθολο το αίμα. 140

Σκότωσε αφτόν με μπαμπεσιά, όχι απ' αντριά ο Λυκούργος, σ' ένα στενό, όπου απ' τη σφαγή ο σιδερένιος όγκος δεν τόνε γλύτωσε, τι πριν προφταίνει και στη μέση κρυφά ο Λυκούργος τον τρυπάει, κι' ανάσκελα τον στρώνει· 145 έτσι του πήρε τ' άρματα που τούχε δώσει ο Άρης.

Μα αν πες εδώ στη χώρα ομπρός με τ' όπλο τον προσμείνω; Τι έχει μαθές και σάρκα αφτός που την τρυπάει κοντάρι, θνητό τον λένε, μια ψυχή έχει κι' αφτός στα στήθια569 Είπε, και στέκει μαζεφτός ναν τον προσμείνει, κι' είχε 571 μέσα η καρδιά του απόφαση γερά να πολεμήσει.

Εκεί τον Κράχτη, τ' Ακουστού το γιο, ο λαμπρός ο Αίας τρυπάει στα στήθια ενώφερνε φωτιά για το καράβι· 420 κι' έπεσε αχώντας, κι' ο δαβλός του γλύστρησε απ' τα χέρια.

Τότε έσφαξε τους αρχηγούς Απείρονα κι' Αστύνο· τον ένα στο βυζί τρυπάει, τον άλλο με τη σπάθα 145 μια του καθίζει στον αρμό, εκεί κοντά στον ώμο, π' απ' το λαιμό τού χώρισε τον ώμο κι' απ' την πλάτη. Κι' άφισε αυτούς και κυνηγάει τον Άβα, τον Πολύδο, τ' Ανοιχτομάτη τα παιδιά, του γερο-ονειροκρίτη.