United States or South Africa ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου. — Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανέρωσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ’ αρμό το αίμα μου.

Μια φορά μου είπε ήσυχα, σα για να μη την ακούσουν ούτε τα πουλιά που γλυκοτσιμπιώνταν απάνω στα κλωνάρια του δάσου. — Γιατί δε λες και συ τίποτα, πούνε η πρώτη χαρά σου; Χαμογέλασα μοναχά και δεν έχω αντιλογιά ότι τα μάτια μου, που την αντίκρυσαν, της φανερώσαν τη γλυκειά ανατριχίλα που περίτρεξε από φλέβα σε φλέβα κι απ' αρμό σ' αρμό το αίμα μου.

Ο σίελος αποκτά τότε καταπληκτικήν ιδιότητα ώστε διά της απλής επιθέσεως αυτού όχι μόνον ο όφις καταλαμβάνεται υπό νάρκης, αλλά θεραπεύονται τα τραύματα και εκλείπουσι τα φαινόμενα της δηλητηριάσεως. Απώνα αρμότον άλλονε. σ. 93. Αρμός ή άρθρωσις . Όθεν και η συνήθης απειλή. » Θα σε κόψω από αρμόαρμό. » Ανάθεμα την ώρα, Που ο Γούμενος τ' άη 'Γιαννιού από την Αρτοτίνα σ. 93

Τότε έσφαξε τους αρχηγούς Απείρονα κι' Αστύνο· τον ένα στο βυζί τρυπάει, τον άλλο με τη σπάθα 145 μια του καθίζει στον αρμό, εκεί κοντά στον ώμο, π' απ' το λαιμό τού χώρισε τον ώμο κι' απ' την πλάτη. Κι' άφισε αυτούς και κυνηγάει τον Άβα, τον Πολύδο, τ' Ανοιχτομάτη τα παιδιά, του γερο-ονειροκρίτη.

Πάλ' οι μνηστήρες έρριξαν τα λογχοφόρ' ακόντια, κ' η 'Αθηνά κατώρθωσε πολλά να βγουν χαμένα. άλλος τον στύλον κτύπησε του στερεού μεγάρου, άλλος την θύρα με πυκναίς σανίδαις αρμοσμένη, 275 και άλλουτον τοίχον έπεσε το φράξο χαλκοφόρο η λόγχη του Αμφιμέδοντα ξυστά το χέρι επήρε του Τηλεμάχου, 'ς τον αρμό, και ακρόσχισε το δέρμα. απ' την ασπίδ' επάνωθε τον ώμο του Ευμαίου χάραξε και χαμαί 'πεσεν η λόγχη του Κτησίππου. 280 και αυτοί με τον πολύβουλον ανδρείον Οδυσσέα ταις λόγχαις πάλι ακόντισαντο πλήθος των μνηστήρων· ο Οδυσσέας πορθητής τον Ευρυδάμαντ' ηύρε, κ' ηύρε τον Αμφιμέδοντα του Τηλεμάχου η λόγχη, τον Πόλυβον ο Εύμαιος, τον Κτήσιπποτο στήθος 285 ηύρε ο βουκόλος, και σφικτά κατόπιν εκαυχήθη· «Πολυθερσείδη εμπαικτικέ, με την μωρή σου γνώμη να μην επαίρεσαιτο εξής, αλλά τους αθανάτους άφινε, ότ' είναι ανώτεροι πολύ, ν' αποφασίζουν. ιδού, το πόδι οπ' έδωκες του θείου Οδυσσέα, 290 ότετο δώμα εζήτευεν, εγώ σου ανταποδίδω».