United States or Åland ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΑΜΛΕΤΟΣ Του ωμιλήσετε σεις; ΟΡΑΤΙΟΣ Εγώ μάλιστα, Κύριε, αλλά δεν αποκρίθη, μόνον, ως μου εφάνη, σήκωσε μια φορά την κεφαλήν και κάπως έδειξε να κινήται ωσάν διά να ομιλήση, όταν ακούσθη ξάφνου της αυγής τ' ορνίθι να λαλήση σφικτά, καιτην κραυγήν του εκείνο τραβίχθη βιαστικά κ' εχάθη απ' έμπροσθέν μας. ΑΜΛΕΤΟΣ Παράδοξο πολύ.

Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Περπατούσαμε μονάχοι στο σκοτάδι. Περπατούσαμε, κρατημένοι σφικτά απ' τα χέρια, εγώ και ο Άλλος. Μανάχα εμείς περπατούσαμε στη μαύρη πεδιάδα. Τίποτε άλλο. Τα μεγάλα βουνά ακίνητα μας έζωναν τριγύρω. Βαρειά σύννεφα ήταν σταματημένα απάνω απ' το κεφάλι μας.

Όταν στην Πύλο ο Μέλαμπος έφερε το κοπάδι από την Όθρυ, έγειρε στην αγκαλιά του Βία η ωραία Πειρώ, της γνωστικής Αλφεσιβοίας η μάννα. Και μήπως τάχα ο Άδωνις, μέσ' στα βουνά τσοπάνης, δε μάγεψε τόσο τρελλά την ώμορφη Αφροδίτη που και νεκρό στον κόρφο της σφικτά τον εκρατούσε;

ΚΕΝΤ Δεν λησμονώ. Πλην κ' η οργή προνόμιον δεν έχει; ΚΟΡΝ. Και διατί να οργισθής; ΚΕΝΤ Διότι ένας δούλος, ωσάν αυτόν, φορεί σπαθί, ενώ τιμήν δεν έχει. Οι κατεργάρηδες αυτοί, με ψευτοχαμογέλια τα ιερώτερα δεσμά 'σάν ποντικοί τα τρώγουν, όσον κι' αν 'δέθηκαν σφικτά και λύσιμον δεν έχουν.

ΑΧΙΛΛΕΥΣ Να κρατής την κόρην σφικτά ανθισταμένη. ΚΛΥΤΑΙΜΝΗΣΤΡΑ Ω ! αν αρκεί τούτο μόνον, θα σωθή το τέκνον μου. ΑΧΙΛΛΕΥΣ Βεβαίως θα σωθή οπωσδήποτε. ΙΦΙΓΕΝΕΙΑ Άκουσε, μήτερ μου, τους λόγους όσους θα σοι είπω. Αδίκως οργίζεσαι κατά του πατρός μου. Μάταιον είναι να επιμένωμεν ζητούσαι τα αδύνατα.

Και αμέσως βγάζει το ψαλίδι της και κόπτει την ωραίαν της κορδέλλαν εις δύο. Έπειτα ανεβαίνει χαρούμενη επάνω εις το δένδρον και υψηλά, εις το πλέον στερεό κλαδί δένει το καλαθάκι της από το ένα χέρι του και από το άλλο με την κορδέλλαν, τόσο σφικτά, ώστε και ο πλέον δυνατός άνεμος δεν θα ημπορούσε να το ξεκολλήση.

Κ' εκείνοι εκαρδιοκόπηκαν, τα έργα ως ενθυμούνταν, 'που ο Λαιστρυγόνας έπραξεν ο άγριος Αντιφάτης, κ' η αμάλακτη του Κύκλωπα καρδιά του ανθρωποφάγου. 200 σφικτά να κλαίουν άρχισαν, δάκρυα πικρά να χύνουν, αλλά δεν είχαν όφελος απ' το παράπονό τους. κ' εγώ απ' αυτούς ισάριθμαις εμόρφωσα δυο τάξες και δυο τους έβαλ' αρχηγούς• της μιας την αρχηγία εγώ 'λαβα, ο θεόμορφος Ευρύλοχος της άλλης• 205 εις χάλκινο περίκρανο τινάξαμε τους κλήρους, και του Ευρυλόχου εβγήκ' ευθύς ο κλήρος του γενναίου. κίνησε αυτός με εικοσιδυό συντρόφους, 'π' όλοι εκλαίαν, κ' εμείς, 'που οπίσω εμέναμεν, εκλαίαμ' ως εκείνοι. ηύραν εις τόπον ανοικτόν, 'ς της λαγκαδιάς την μέση, 210 ωραία μαρμαρόκτιστα τα μέγαρα της Κίρκης. και λύκους είδαν ορεινούς τριγύρω και λεοντάρια, οπού με κακά βότανα τα 'χε μαγεύσει εκείνη. ουδ' ώρμησαν επάνω τους, αλλ' όλοι εσηκωθήκαν, και τους επεριχαίρονταν με ταις μακρυαίς ουραίς των. 215 και ως από γεύμ' ότ' έρχεται, με την ουράν οι σκύλοι τον κύριον περιχαίρονται, γλυκάδια καρτερώντας, όμοια τους περιχαίρονταν οι λέοντες και οι λύκοι. τρόμαξαν κείνοι βλέποντας τα φοβερά θερία, καιτης καλόκομης θεάς τα πρόθυρα εσταθήκαν. 220 και άκουαν την Κίρκη μέσαθεν, 'που γλυκοτραγουδούσε, και άφθαρτον ύφαινε πανί, μέγα, λαμπρόν, ως είναι όλα τα έργα των θεών, ψιλά, χαριτωμένα. τότε ο Πολίτης ο αρχηγός, απ' όλους τους συντρόφους ο φίλος μου ο πιστότερος, 'ς αυτούς άρχισε κ' είπε• 225 «κάποια κει μέσα, φίλοι μου, πανί μεγάλο υφαίνει και τραγουδά γλυκύτατα, 'που ηχολογάει το δώμα, είτε θεά 'ναι, είτε θνητή• και ας κράξουμε ν' ακούση».

Προσέχετε, κρατείτε με σφικτά, έλεγεν εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν. Μη με αφήσατε να πέσω κατά γης, και έπειτα δεν θα ημπορείτε να με εύρητε. Είμαι τόσον λεπτή! Αυτά έλεγεν η σακκορράφα εις τα δάκτυλα, τα οποία την εκρατούσαν περασμένην με ράμμα χονδρόν και χωρίς κόμπον εις την άκραν.

Ο βασιλεύς το ήκουσε και του εφάνη ότι ωσάν να είχαν δίκαιον, αλλά εσυλλογίσθη ότι δεν έπρεπε να διακοπή η τελετή. Εξηκολούθησε λοιπόν τον δρόμον του, και οι αυλικοί του απ' οπίσω εκρατούσαν σφικτά την ουράν του μανδύου, χωρίς να υπάρχη ούτε μανδύας ούτε ουρά. Η εξοχή ήτο εις όλην της την ωραιότητα. Ήτο καλοκαίρι, και εις τα χωράφια το σιτάρι εκιτρίνιζε.

Εκράτει εκ του σχοινίου το ζώον του, το οποίον έβοσκε μεταξύ των ακανθών επί της μικράς τριγώνου εκτάσεως της χωριζούσης το παρεκκλήσιον από το χείλος του κρημνού, το εκράτει δε σφικτά προσέχων μη το ζώον πλησιάση πέρα του δέοντος εις την άκραν. Ο Κ. Σπυράκης επανέλαβε τον λόγον· — Ο Μίχος είχεν έλθει από πρωίας εις τα κτήματα των εδώ πλησίον, όπισθεν του κρημνού.