United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μπαίνει ο ΑΡΙΕΛ σε μορφήν Αρπυίας, κτυπάει τα φτερά του απάνω στο τραπέζι, που με ώμορφη τέχνη γίνετ' άφαντο. Εγώ σας επήρα τον νου. Εκείνη καθ' αυτό είναι η ανδρεία, που κάνει τους ανθρώπους και πνίγονται, και κρεμούνται μοναχοί τους. Μωροί!

Πολεμούν οι ίδιοι να τα συγυρίσουν και δεν το κατάφεραν ως τώρα. Δύσκολα θα το καταφέρουν, ή να το πούμε πιο σωστά δε θα το καταφέρουν ποτέ τους. Και γιατί αφτό; Γιατί δεν κυβερνούν πια τον κόσμο μοναχοί τους· τους κάμνουν αντιπολίτεψη . Το καινούριο, το τολμηρό μας κόμμα μεγαλώνει και δυναμώνει κάθε μέρα.

Και δεν έχω δίκιο; Δεν είστε μια ελληνική Ακαδημία; Τέτοιος τίτλος είναι τιμή σας. Είναι όμως και βάρος. Ό τι κάμνουν αλλού Ακαδημίες, πρέπει εσείς εδώ να το κάμετε μοναχοί σας. Το πρώτο έργο μιας Ακαδημίας είναι να βγάλη Γραμματική και Λεξικό, ή τουλάχιστο να διορίση να γίνουν τέτοια βιβλία κ' ίδια να τα προτοιμάση. Δεν έχω ανάγκη να σας πω με τι τρόπο πρέπει να γίνουν.

Μα λοιπόν, θα πει κανείς, αφού όλα μπορούν και τα καταφέρνουν μονάχοι τους οι Καλαματιανοί, ποια είναι η δουλειά του κράτους; τι ανάγκη να υπάρχει κράτος; Πρώτα πρώτα δεν είπαμε πως όλα μπορούν να τα καταφέρουν οι ίδιοι. Μπορούν να κυβερνήσουν μοναχοί τους μερικά, τα τοπικά τους.

Είμαστε από τους πρώτους που σηκωθήκαμ' εδώ στην Κρήτη. Αλωνάρης του 21. Το χορό ως τόσο μας τον πρωτοάνοιξαν οι Σφακιανοί από δω. Παίρνουν φωτιά τα μάτια του Σφακιανού. — Αλωνάρης του 21, ξαναλέει ο Προεστός. Σηκώνουνται οι Σφακιανοί, και πού να τους βάλουν κάτω μονάχοι τους οι Χανιώτες! Μερμηγκιές έτρεξαν από τ' ανατολικά του νησιού παντής λογής Μουσουλμάνοι να τους δώσουνε χέρι.

Μέσα στους Ευμορφόπουλους από γενεές γενεών εβασίλευε κάποια αμφιβολία για την ωφέλεια που φέρνουν τα γράμματα στον άνθρωπο. Οι δάσκαλοι έλεγαν την παροιμία τους και την υποστήριζαν με φανατισμό, όπως οι μοναχοί τα θάματα που κάνει το κόνισμά τους. Ο πολύς λαός όμως τους σεβότανε για τη σοφία τους μα δύσκολα επίστευε στα επιχειρήματά τους.

Από τότε πια ο νους μας εσηκώθη στον αέρα, . . . Φώτα πάνω, φώτα κάτω, φώτα 'δω, φώτα 'κεί πέρα, Έως ότου έγιν' Αίτνα το μικρό μας το κεφάλι Και παντού πετούσε σπίθες με ταχύτητα μεγάλη. Δηλαδή, σοφοί μου φίλοι, με δυο λόγια στρογγυλά, Στραβωθήκαμε μονάχοι με τα φώτα τα πολλά. Εσείς τότε, κύριοι μου, είσθε κούτσουρα ακόμη, Και δεν είχαν μεταξύ σας καμμιά πέρασιν οι νόμοι.

Και μένοντες ημείς μοναχοί εκεί, ο ξένος εμβαίνει εις την κασσέλαν και κλείεται μέσα· και εις τον ίδιον καιρόν η κασσέλα εσηκώθη από την γην εις τον αέρα με μίαν μεγαλώτατην ογληγορότητα, που εις μίαν στιγμήν υστερώτερα εξαναγύρισε και εκατέβη εις τα ποδάρια μου. Δεν ημπορώ να ειπώ εις ποίον βαθμόν έμεινα εκστατικός διά ένα παρόμοιον θέαμα.

Και είναι μια αληθινή ιστορία, που μου την ανιστόρησε ένας γέρος χωρικός, κάνοντας το σταυρό του για του κόσμου τα παράξενα. Περπατούσαμε μονάχοι στο σκοτάδι. Περπατούσαμε, κρατημένοι σφικτά απ' τα χέρια, εγώ και ο Άλλος. Μανάχα εμείς περπατούσαμε στη μαύρη πεδιάδα. Τίποτε άλλο. Τα μεγάλα βουνά ακίνητα μας έζωναν τριγύρω. Βαρειά σύννεφα ήταν σταματημένα απάνω απ' το κεφάλι μας.

— Ε! καϋμένε, κυρ Βαγγέλη!... δεν είσαι και συ, κανένας μερακλής ...δεν σ' ακούσαμε καμμιά βραδυά να μας παίξης κ' εδώ τίποτα... Είνε καμπόσοι βιολιτζήδες τόσο μερακλήδες, που καλλίτερα παίζουν μονάχοι τους, όταν τους έρχεται το κέφι, παρά όταν τους δίνουν οι άλλοι παράδες.