United States or Kosovo ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Μη σκιάζεσαι, πατέρα μου. » Τα τόπια τους τ' αφίνω » Γυμνά 'πό άνδρες. — Σώπασε » Η σάλπιγγα, θαρρεύω. «'Σάν λεοντάρι άναψα. » Έξω να 'βγώ γυρεύω, » Και δε μ' αφίνουν τα παιδιά. » Μου λεν' εκεί να μείνω.» « Μένω. Με λύσσα ρίχθηκα «'Στόν πόλεμο απάνου, » Κ' εξάπλωνατη μαύρη γη » Τα Τούρκικα κουφάρια »'Σάν όρνια.

ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Βρε, και πού ο τοκογλύφος θαύρη χρήμα να δανείση, που κοινά θα ήνε όλα, κ' η μερίδα θάνε ίση; Μα κι'αν κλέψη θα τον πιάσουν. ΒΛΕΠΥΡΟΣ Μα τη Δήμητρα! τα είπες,—ούτε δάσκαλος που νάσουν! Για εξήγει μου και τούτο: Κι' αν κανένας πάλι βρίση από το πολύ μεθύσι, ή κι' αν κάνη με το ξύλο ταλλουνού τη ράχι μαύρη, για το πρόστιμο πού θαύρη; Χέ! 'ς αυτό θα κοκκαλώσης!

Την διακοπήν δε ταύτην ανέμενεν ανυπομόνως ο Σκιζομιχελής, αγροίκος με ποιμενικά ενδύματα, όστις εφαίνετο απορών πώς άνθρωποι φρόνιμοι έδιδαν προσοχήν εις τα λόγια αυτού του «κουζούλακα» του Αστρονόμου. Το σπουδαίον ζήτημα δι' αυτόν ήτο η απώλεια μιας «στειρώγας». Και ηρώτησε τον Μανώλην μήπως τυχόν την είδε. Τα σημάδια της ήσαν «ρουσόματη, μαύρη, ζωνή και κοκάρι».

Ο σκληρόψυχος ο Πύρρος, οπού η μαύρη αρματωσιά του, σκοτεινή 'σάν την ψυχήν του, ήταν όμοια με την νύχτα 'πού ξενύχτησε κρυμμένοςτο τετράποδο της μοίρας , τ' ολομέλανο έχει τώρα φοβερόν ανάστημά του με ιστορίσματα γραμμένο, οπού τρόμον άλλον πνέουν.

Οι ανέμοι καταλάγιασαν, ησύχασε κι ο πόντος, ο πόθος μέσ' στα στήθια μου ποτέ δεν ησυχάζει, μα καίω και φλέγομαι γι' αυτόν, που μ' έκανε τη μαύρη, αντί γυναίκα του σωστή, γυναίκα ντροπιασμένη. Φέρε τον, σουσουράδα μου, τον άντρα μου στο σπίτι.

Δεν έδειξε ούτε την Άσπρη ούτε τη Μαύρη Θάλασσα. — Κάτω· μου κάνει, δίνοντας μπηχτή. Δεν υποψιάστηκα τίποτα και άρχισα να τον πειράζω. Η μαστίχα μου εκέντησε φοβερά την όρεξι κ' εμυριζόμουν λιμασμένος την τσίκνα του μαγεριού. Εκεί έβραζε το αθάνατο φαγί μας. Και φαίνεται δεν ήμουν εγώ μόνος που επεινούσα. Ήταν όλο το πλήρωμα. Τι τα θέλεις; Ο ναύτης δεν είνε πλασμένος για το καθησιό.

Και καθώς κοίταζα τους τάφους συλλογισμένος, θάρρεψα πως άκουσα φωνή από τα σπλάχνα της γης, και μου έκραζε: «Παιδί μου, κρίμα, κρίμα στα χρόνια σου! Δε θα γυρίσουν τα χρόνια σου πια! Τίποτε, τίποτε δε μας έκαμες! Πάει πια τώρα! Κατέβα και συ κάτω στη μαύρη τη γης. Έλα να σμίξης τα κόκκαλά σου με τα δικά μας

Η πλουσία κόμη του ήτο μαύρη και βοστρυχώδης και το μέτωπον, ασυνήθους ευρύτητος, είχε κατά διαστήματα την ακτινοβόλον λάμψιν του ελεφαντόδοντος· το σύνολον των χαρακτηριστικών του ήτο μιας τοιαύτης κανονικότητας, ώστε ν' αποτελή την τελευταίαν λέξιν του κλασσικού, παρόμοιον προς το της προτομής του Αυτοκράτορος Κομμόδου.

Κ' η Πηνελόπ' η φρόνιμηεκείνον αποκρίθη· «Ω ξέν', όλα τα δώρα μου, το κάλλος και το σώμα οι αθάνατοι μου αφάνισαν απ' ότετην Τρωάδα 125 με τους Αργείους έπλευσεν ο άνδρας μου Οδυσσέας. αχ! την ζωή μου αν έρχονταν να θεραπεύη εκείνος και η δόξα μου θε ν' αύξαινε και θα σαν όλα ωραία· τώρ' έχω λύπη· τι πολλά μώδωσε πάθ' η μοίρα· ότι όσ' υπάρχουν δυνατοίτα νησιά γύρω, οι πρώτοι 130 του Δουλιχιού, της Σάμης και της σύδενδρης Ζακύνθου, κ' εκείνοι οπούτην ηλιακήν Ιθάκη κατοικούσι, εμέ την άθελη ζητούν και όλο το σπίτι φθείρουν όθεντους ξένους προσοχήν ή 'ς τους ικέταις πλέον δεν δίδ', ούτετους κήρυκαις, τους λειτουργούς του δήμου, 135 αλλά μου τήκει την καρδιάν ο πόθος του Οδυσσέα. κείνοι τον γάμον βιάζουσι κ' εγώ τους πλέκω δόλους· και πρώτα μ' έμπνευσε θεός, πανί μέγ' αφού στήσωτο δώμα μου, λεπτότατο και απέραντο να υφαίνω ύφασμα· κ' ευθύς έπειταεκείνους είπα· «Ω νέοι 140 μνηστήρες μου, αφού απέθανεν ο θείος Οδυσσέας, τον γάμον μη μου βιάζετε, σταθήτ' ως ν' αποκάμω το ύφασμ' αυτό, τα γνέματα να μη μου παν χαμένα, του Λαέρτ' ήρωα σάβανο, για τον καιρό, 'που η μαύρη μοίρα του τεντοπλάγιαστου θανάτου θα τον πάρη, 145 των Αχαιίδων μην καμμιάτον τόπο μ' ονειδίση, αν κείτεται ασαβάνωτος αυτός 'που πλούσιος ήταν. αυτά 'πα κ' εκατάπεισα την ανδρικήν ψυχή τους· και το πανί τότ' ύφαινα, το απέραντο, ολημέρα, και νύκτα το ξεΰφαινατην λάμψι των λαμπάδων. 150 όθεν από τους Αχαιούς εκρύφθηκα με απάτη τρεις χρόνους· αλλ' ότ' έφεραν τον τέταρτον η ώραις, ως τα φεγγάρια χάνονταν κ' η 'μέραις επληθύναν, η δούλαις, σκύλαις άσπλαχναις, με πρόδωσαν, κ' εκείνοι μ' ευρήκαν και μ' ονειδισμούς πικρούς μ' εφοβερίσαν. 155 ιδού πώς το τελείωσα βιασμένη απ' την ανάγκη. τώρα του γάμου αποφυγή δεν είν' ούτ' άλλο ευρίσκω τέχνασμα· και να υπανδρευθώ με σπρώχνουν οι γονείς μου· και το παιδί μου αγανακτεί 'που τρώγουν το βιο του· έχ' ήδη γνώσι, ανδρώθηκε, κ' είν' άξιος να προσέχη 160 το σπίτι, ως πρέπ' εις άνθρωπον πώχει λαμπρύνει ο Δίας. και όμωςεμέ το γένος σου θα ειπής, οπόθεν είσαι· το δρυ τ' αρχαιομίλητο δεν σ' έβγαλ' ούτ' η πέτρα».

ΙΩΝ Ό,τι έχω μέσα στην ψυχή το ίδιο λες για μένα. ΚΡΕΟΥΣΑ Ώ, άκληρη δεν είμαι πεια, δίχως παιδί δεν είμαι! στηρίχθηκε το σπίτι μου και βασιληά έχει η χώρα. Ξαναζωντάνεψε ο Ερεχθεύς• το φως του ήλιου βλέπει το σπίτι, που είχε βυθισθή μέσα σε νύχτα μαύρη. ΙΩΝ Μητέρα, κι' ο πατέρας μου να μοιρασθή αξίζει την ίδια τούτη τη χαρά που έδωκα σε σένα.