United States or Wallis and Futuna ? Vote for the TOP Country of the Week !


Λόγια διαμαρτυρίας της έρχονταν στα χείλη και παρ’ όλο που κατόρθωνε πάντα να συγκρατιέται μπροστά στον υπηρέτη, που φαίνεται πως δεν του έδινε και πολύ σημασία, αυτή τη φορά δεν μπόρεσε να μην τον αντικρούσει. «Δεν έχει καμιά δουλειά εδώ η Θεία Πρόνοια και δεν πρόκειται γι’ αυτό.

Και αφού επήραν άλλα που τους έκανε χρεία, εν τω άμα εβγήκαν και ολίγον υστερώτερα ακούω τον μεγάλον κτύπον της πόρτας που έκλεισε, και μοναχά εγώ έμεινα. Και ούτως έμεινα μόνος κλεισμένος εις εκείνο το φοβερόν σπήλαιον το οποίον μη λαμβάνοντας άλλο φως, παρά μόνον εκείνο που έρχονταν από την πόρταν, εφάνηκεν ευθύς που έκλεισε πλέον σκοτεινόν από τον άδην.

Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους: — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!

Τους άφησα και έφυγα. Προυχώρησα παρέκει, 'Μπήκα σε κάτι φλαμουριαίς. Έρχονταν από πέρα Τρεις κόραις. 'Σάν οι Άγγελοι Πετούσαντον αέρα. Δυο ήταν από τα πλευρά. Και μιατη μέση στέκει. Αγγαλιασμέναις και η τρεις. Αι χάριτες μου 'φάνη Πως έρχονται. Κυτάζονται Η μία με την άλλη, Κι' όλος ο τόπος έλαμπε... Τι ωμορφιά!...Τι κάλλη!... Από τον ώμο τεχνικά Η μια την άλλη πιάνει.

Αντί να πάη μέσα το τσεκούρι έφευγε πίσω δυο πιθαμές, τρεις, τέσσαρες σαν να εχτυπούσα σε λάστιχο. Πρέπει να το ξερριζώσω· επικροσυλλογίστηκα. Τσιμπάω απάνω·Ρίχτε μου το λοστό. Μου κατεβάζουν το σύνεργο. Ρίχνω πέρα το τσεκούρι και αδράχνω τον λοστό. Αρχίζω στις ρίζες. Ετυρανήθηκα κ' εγώ δεν ξεύρω πόσο. Ώρες έρχονταν ώρες επερνούσαν κ' εγώ με τον λοστό στο χέρι.

Να το, βάρ' του!... εφώναζεν ένας με τον άλλον, κινώντας χέρια και πόδια στον καπετάνιο. Κ' εκείνος με το ντουφέκι στο χέρι με τα μαλλιά ορθά, τα μουστάκια άγρια, το πρόσωπο αναμένο, έτρεχεν από πρύμνη σε πλώρη βιαστικός, άγρυπνος, κυτάζοντας περίγυρα με γουρλωμένα μάτια, λέγεις κ' έρχονταν να πατήσουν κουρσάροι το πλεούμενο. Αλλά το πουλί ήξευρε πολλά παιγνίδια.

Ήταν στον τόπο τους καθηγητές κ' ήρθαν εδώ για να πλουτίσουν τις γνώσες τους. Ήθελαν να ποτισθούν από της σοφίας την πηγή, όπως έλεγαν. Τέτοιοι έρχονταν συχνά στο σπίτι του νέου Ευμορφόπουλου και η ζωή του ως σήμερα πέρασε μαζί τους. Ζωή άχαρη αληθινά μα σημαντική κι αλησμόνητη σ' εκείνον και στη γενιά του.

Αργότερα το Λονδίνον είδε, παραπολύ συχνά ίσως, τη σκοτεινή μεγαλοπρέπεια της Ισπανικής Αυλής και στην Ελισάβετ έρχονταν αποστολές απ' όλες τις χώρες, που οι φορεσιές τους, όπως μας λέει ο Σαίξπηρ, είχαν μεγάλην επίδραση στο εγγλέζικο κοστούμι.

Την ώρα που κατέβαινε τη σκάλα να σου ο πάρεδρος του χωριού με το δικαστικό κλητήρα· Έρχονταν συζητώντας κ' οι δυο και γελώντας ποιος ξέρει γιατί. Μόλις όμως τον είδαν, σοβαρεύτηκαν κι ο πάρεδρος με θλιμμένη φωνή του είπε σφίγγοντας το χέρι του. — Το μάθαμε... ζωή σε λόγου σου· ήταν καλή γυναίκα η μακαρίτισσα. — Ζωή σε λόγου σου· του είπε κι ο κλητήρας.

Η ντόνα Έστερ ξανακάθισε πλάι του κι εκείνος την αισθάνθηκε που έτρεμε ολόκληρη. «Α, Έφις», μουρμούριζε. «Εκείνος είχε τη ιδέα από τότε κι εσύ δεν έλεγες τίποτε; Και έφυγες; Γιατί όμως; Για να πω την αλήθεια, όλα αυτά μου φαίνονται σαν όνειρο. Εγώ ποτέ δεν έμαθα τίποτε: μόνο οι ξένοι έρχονταν να μου το πουν, μόνο οι ξένοι.