United States or Israel ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μεταξύ των πρώτων ανεγνώρισα τον Μουλά Μουσταφάν, η δε θέα του μου έδωκε θάρρος, διότι ο άνθρωπος δεν μου εφάνη κακός κατά την τελευταίαν συνοδοιπορίαν μας. Ήρχισαν εκ νέου να μ' εξετάζωσι τις είμαι και πόθεν και τι θέλω; Επανελάμβανα δε τας αποκρίσεις της πρωίας. Προς επικύρωσιν των λόγων μου ηθέλησα να επικαλεσθώ του Μουλά την μαρτυρίαν. ― Αγά μου, δεν με είδες. . .

Η μούλα του δε μπόρεσε να βαστάξη 'ςτο συρμητό. Κόλωσε με μιας πίσω. Θέλησε τούτος με τα χτυπήματα να τη βάλη μπροστά. Κι αυτή, μέσ' το πείσμα της, πέταξε δυο τρεις κλοτσιές με τα δυο τα πισινά της, τον έρριξε τ' απίστομα 'ςτο σιάδι, κ' έφυγε μοναχή της τον κατήφορο κ' εχώθηκε 'ςτα κλαριά του λόγγου μέσα.

Ωνομάζετο ούτος Μουλά Μουσταφάς, ήτο δ' εκ Κρήτης και ελάλει Ελληνιστί, αλλά πολλά δεν έλεγε, μη θέλων, Τούρκος αυτός, να δώση θάρρος εις τους λοιπούς, οίτινες τον ηκολούθουν κατά σειράν, επί του όνου του έκαστος. Εγώ, κατά διαταγήν των δημογερόντων, εβάδιζα, δίκην υπηρέτου, παρά τον όνον του. Άπαξ μόνον μου απηύθυνεν ο Μουλάς τον λόγον.

Όταν δούλευε με την αργατειά, αυτή έσερνε πάντα το τραγούδι, και τραγουδούσε όλο ξενιτεμένα τραγούδια, για τον ξενιτεμένο τον γυιό της, που πάντα έρχονταν σε χρυσοκάπουλη μούλα, και ποτέ δε φαίνονταν! Όλος ο κόσμος, άντρες και γυναίκες, την ψυχοπονιώνταν την καημένη την κάκω-Μήτραινα, κι' έλεγαν μέσα τους: — Ο Θεός να της αυγατάη την ελπίδα της ορφανής!

Ήρθε κι ο γιος του Χαγάνου σταλμένος από τον πατέρα του με πολλή παρουσία. Καβαλλίκευε χρυσοκάπουλη μούλα κ' είχε γύρω του έξη κολλήγους πεζούς μα χρυσοφορεμένους σα βασιλόπουλα. Άλλος κολλήγας από πίσω ωδηγούσε αράπικο άτι σελοχαλινωμένο για το γαμπρό. Ήρθε κι ο Μήτρος ο Γλάμης μαζί με το Βασίλη Ζάρακα με δώδεκα μουλάρια φορτωμένα όσπρια τ' αποδοσίδια της γης τους.

Όταν πλησίασε ο Καπετανάκης, φώναξε στο Χόντζα: — Είντα πήες τόσο πάνω, μωρέ μουλά; Τα πρωτεία θες να πάρης; Και δεν εσυλλογίστηκες πως δε θα σ' αφήσω να κάτσης στην κεφαλή μας πάνω; Γιανιτσαριά δεν είνε μπλειο στην Κρήτη: Έλα κάτω, γιατί θα σε κατεβάσωμε θες και δε θες.

Ήθελε διά της βίας να νυμφεύση τον νέον όστις μας συνώδευε μετά χωρικής, της οποίας είχεν ως φαίνεται λόγους ο Μουλά Μουσταφάς ν' αναλάβη την προστασίαν. Ο νέος αρνούμενος εφυλακίσθη, και ηθέλησαν οι δημογέροντες να επέμβωσιν, αλλ' ο Αγάς απεφάνθη υπέρ του συνοικεσίου, και ήρχετο ο Μουλάς μετά του δυστυχούς γαμβρού και του ιερέως προς τέλεσιν του γάμου. Κυβέρνησις πατρική, μα την αλήθειαν!

Κάθε ηλιοβασίλεμα ανεβαίναμε στο χωριό. Εμπρός εκείνη με τα κατσικάκια κουδουνοστόλιστα και παιγνιδιάρικα· πίσω εγώ με την αξίνα στον ώμο και τη μούλα φορτωμένη καψόξυλα. Άναβε τη φωτιά το Μαριώ να ετοιμάση το δείπνο μας.

Παρά τον δρόμον παρετήρησε τάφρον πλήρη ανθέων αγρίων και με διέταξε να του κόψω έν εξ αυτών, δακτυλοδεικτών και λέγων την Τουρκικήν ονομασίαν του. Μη εννοήσας ακριβώς οποίον το ζητούμενον, έκοψα διάφορα εκ της τάφρου άνθη και τρέξας, όπως προφθάσω την προχωρήσασαν συνοδίαν, προσέφερα ταπεινώς την ανθοδέσμην μου. Ατυχώς δεν περιείχεν αύτη το ελκύσαν του Μουλά την προσοχήν.

Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτού Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτό πεσμένο σαμάρι της.