United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


« Ρώτα με και, μανούλα μου, » Γι' όλους τους συγγενείς σου, » Τ' αδέλφια σου, τη μάνα σου, » Το δόλιο τον πατέρα, » Το δόλιο τον πατέρα μου, « Μάνα, που νύχτα 'μέρα » Δε θε να βρη παρηγοριά. . . . » Ρώτα με το παιδί σου. — » Την είπα κ' εσιώπησα Χωρίς λαλιά για 'λίγη, Για λίγη ώρα. Κύτταξατο πρόσωπο εκείνη, Και βλέπω μεςτα δάκρυα Να πλημμυρή.

Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτού Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτό πεσμένο σαμάρι της.

Το Μεσολόγγι αν πέση, Πρέπει η Ελλάδα ολάκερη τα μαύρα να φορέση. ...................................................... Αν δείχνει ακόμα αταραξιά, 'περφάνειατον οχτρό του, Με την καρδιά του τρώγεται, το δόλιο, μαραζιάζει, Γιατ' όσο η 'μέραις απερνούν αυξαίνει το κακό του. Του κόσμου ταις κακομοιριαίς η πείνα του σωριάζει.

Το σπίτι του Λάμπρου Ζάρμπα, σα νάνοιωθετο δόλιο! — τη συφορά που του μέλλονταν, τη μοναξιά, την κλεισμάρα και την ερήμωση που θα το δέχονταν, έστεκε μες το ριζοβούνι, ορθό, ατάραγο, σκηθρωπό, παραπονεμένο, σα χαροκαμένος ήρωγας, οπ' αν του στέρφεψαν η πολλές συφορές τα δάκρυα, νοιώθει όμως τ' ανεμόχολο να φουσκώνη στα στήθια του μέσα και το χαλασμό να του πλακώνη βαριά την καρδιά.

Η μάννα μου επήγε αλλού και δεν με μέλει τώρα. Κυρούλα! σε παρακαλώ φέρε τον Καυλογόρα , κι' ό,τι για σένα επρόσταξαν του νόμου τα γραμμένα, σ' ορκίζομαι πως θα γενούν καλήτερα μ' εμένα. Α' ΓΡΑΥΣ Για το γαμήσι το Ιωνικό σε γαργαλάει, δόλιο θηλυκό• και μάλιστα θαρρώ πως αγαπάς και κατά τους Λεσβίους να το πας.

Μπορούσα να φύγω εγώ και να γυρίσω 'ςτου Τρίκκα μοναχός μου. Μα τότε τι θα γενότουν το δόλιο μουλάρι. Ξάφνου φωτάει μια ιδέα το σκοτεινιασμένο λογισμό μου, παρόμοια με την αστραπή που φώταε ολόγυρά μου τη σκοτεινιασμένη πλάση. Σπρώχνω μ' όλο το ζόρι μου και ρίχνω τη μούλα καταγής δίπλα, απάνου 'ςτο πεσμένο σαμάρι της.

Μα αισθάνονται μεγαλείτερη όρεξι παρά την απορία. Κάθονται, τρώγουν και παραχορταίνουν. Βλέπουν και το κρασί· το μυρίζονται. Περισσότερη έχουν δίψα παρά έκπληξι. Ρίχνονται και ρουφούν πάσχουν να ξεδιψάσουν. — Μην το πίνουμε το δόλιο, μπάρμπα και δεν ξέρουμε το τι μας βρίσκει· λέγει μία στιγμή ο ανεψιός φρόνημα στον θείο του.

Εξοπίσω πάει ατός του Και το Γάιδαρον ομπρός του Για να μην αργοπατάη, Με το ξύλο τον χτυπάει· Και το δόλιο το Γομάρι Γληγορεύει το ποδάρι, Κι' αγωνίζεται με γνώση Της ξυλιαίς για να γλυτρώση. Τα διο πρόβατα, σα ζώα Απονήρευτα κι' αθώα Δεν τηράν παρά να σώσουν Κι' οχ τον κόπο ν' αλαφρώσουν.