United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γοργά » Τ' άλογα χλιμηντρίζουν » Κι' αγρεύουνε ταις χαίταις των, » Που λες κ' έρχεται κύμα.» « Μπροστά, μπροστά ερχόντανε » Ολόμαυρη πεζούρα· » Τσιάμιδες Γκένγκαι, Αλβανοί » Τότσκιδες, Σκοδριάνοι. » Παρά κοντά τους ιππικό » Αμέτρητο. Στο χάνι » Φθάνουν σιμά και ρίχνονται, » Φωνάζουν Γιούρρα!! . Γιούρρα!!

« Και ρίχνονται όλοι μαζή, » Και λες θα το χασμώσουν. » Αλλά σαν το ηφαίστειο » Της Αίτνας, όταν βγάνη » Ταις φλόγαις, έτσι ανάλαμψε » Κ' εβόγγισε το χάνι, » Και βόλια πέταξαν ζεστά, » Τους Τούρκους να βουλήσουν

Μα αισθάνονται μεγαλείτερη όρεξι παρά την απορία. Κάθονται, τρώγουν και παραχορταίνουν. Βλέπουν και το κρασί· το μυρίζονται. Περισσότερη έχουν δίψα παρά έκπληξι. Ρίχνονται και ρουφούν πάσχουν να ξεδιψάσουν. — Μην το πίνουμε το δόλιο, μπάρμπα και δεν ξέρουμε το τι μας βρίσκει· λέγει μία στιγμή ο ανεψιός φρόνημα στον θείο του.

Διαβαίνει ανεμόφτερος τη λίμνη της Γενησαρέτ και ρίχνονται λαμνοκοπώντας οι κόσμοι στα βήματά του. Οι Προφήτες που επροσπερνούσαν, τόρα πισοδρομούν υποταχτικοί του. Ο Νόμος του Μωυσή αναζή στα λόγια του και συμπληρώνεται. Η έρμη γη αναδροσίζεται· τ' απελπισμένα στήθη ξαναθαρρεύουν· τα πλανημένα πρόβατα γυρίζουν πάλι στη μάντρα τους.

Αχός βαρύς ακούεται, πολλά τουφέκια πέφτουν Μήνα σε γάμο ρίχνονται, μήνα σε χαροκόπι; Ουδέ σε γάμω ρίχνουνται, ουδέ σε χαροκόπι. Η Δέσπω κάνει πόλεμο με νύφαις και μ' αγγόνια.

Ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν άλλες βάρκες στη θάλασσα, α — λά τα χέρια στα κουπιά, βγαίνουν έξω. Μαθαίνουν κ' εκείνοι το θαύμα, ρίχνονται όλοι στη σπηλιά· μα αντί να χωρίσουν πιάνουν τη φιλονεικία. — Όχι εγώ θα μπω πρώτος. — Όχι εγώ. Λόγον προς λόγο πιάνονται στα χέρια, τραβούν τα στυλέτα· μακελοκόβονται κ' εκείνοι. Το ναυτόπουλο βλέποντας έτσι πηδάει πάλι στ' ορθολίθι και βάνει τις φωνές.

Πώς θάθελα να σώκοβε αυτή τη γλώσσα ένα πυρακτωμένο χαλινάρι. Γιατί τα όσα κακά ο κόσμος υποφέρει, από αυτή τη δύναμι πηγάζουν. Καθώς τα πλοία τον ωκεανό δαμάζουν μ' ένα μικρό πηδάλιο κι' όταν το χάσουν, πάνω στα βράχια ρίχνονται να σπάσουν, έτσι κι' η γλώσσα, ολόκληρο ένα κορμί το κυβερνάει ή το ρίχνει με ορμή στην κόλασι. Φύγε να μη σε βλέπω. Πορνεία είνε τα μάτια σου γιομάτα.

Τούτο είνε θεϊκή κατάρα!... Σε τι εκριματίσαμε κ' ήρθαμε να σφαγούμε συνατοί μας εδώ στον έρμο βράχο!... Ρίχνονται αμέσως στα γόνατα· κλαίνε, μύρονται, σταυροκοποιούνται. — Αμάν, θεέ μου! σώσε μας από το κακό και ταζόμαστε όλοι στη χάρι σου. Ξεχάνουμε τον κόσμο και τα καλά του· απαρατούμε γυναίκες και παιδιά· έλεος! Μόλις ετάχθηκαν οι καπετάνοι αμέσως έπαψε το κακό. Με μιας εσυνήρθε το πλήρωμα.

Θάχε το νου τουτο παιδί... Κήτανε τετρακόσοι!... Είδες εκεί τον Κόκκαλη; — Εθόλωσε το φως μου, Μ' επήρε το παράπονο κ' εδάκρυσα... δεν είδα... Ακούστηκ' ένα ρυάσιμο από τη Χαλκομμάτα, Και ρίχνονται του Πανουριά... Πρώτη φωτιά κ' εσμίξαν. — Τον είδες τον Παπαντρειά; — Με τον Κομνά τον Τράκα Κρατούν του Μουσταφάμπεη. — Και τον Κιοσέ Μεχμέτη; — Τον είχα ιδή που εμούδιασε.

Βάνει τις φωνές, ακούνε από τις φρεγάδες, ρίχνουν και τις επίλοιπες βάρκες στη θάλασσα, βάνουν όλο το πλήρωμα μέσα και βγαίνουν έξω οι καπετάνοι. Βγαίνουν έξω, ρίχνονται αποδώ, τρέχουν αποκεί, φωνάζουν, βρίζουν, φοβερίζουν μα ποιος τους ακούει; Όλοι οι άντρες είνε πιασμένοι στα χέρια.