United States or Saint Barthélemy ? Vote for the TOP Country of the Week !


Θάχω τη σπαραχτική της φωνή για τραγούδι μου, και για προσκέφαλό μου την παγωμένη της αγκαλιά. Μα αν έρχουνταν τώρα τάφταιγο το κορίτσι να πη πως τον ξέφυγε τον ξένο, πως τους άφησε κ' ήρθε να φύγη μαζί μου, να ζήση μαζί μου, πως δε βάσταξε να μ' αφήση έρμο και μονάχο! Ποιος λέει πως είνε αδύνατο τέτοιο θάμα, πως τέτοια ελπίδα είνε κι από την τρέλλα μου μεγαλήτερη τρέλλα!

Ξύπνα, Λαμπράκη, κι' άναψε το έρμο το λυχνάρι, Πάρε κλαδιά αφ' τον οβορό, φέρε τα 'ςτό καλύβι, Και χτύπα τα στουρνάρια μου λίγην φωτιά να κάμης. Τι ο Νίκας δεν είνε καλά και δεν τον βρίσκ' η αυγούλα. Σήκου, ωρέ Νίκα, κρίνε μου, κρίνε μου τ' ακριβού σου Τον Λάζου, του σταυραδερφού, που σε ψυχοπονιέται.

Τέτοιον αρραβώνα για τις κόρες σου να τονέ φυλάγης, κι όχι για της Ανατολής το καμάρι. Πιπ. Ναι, είδες δα, λίγα μας έφτειαξες και συ στον καιρό σου, τότες που τον άφινες τον έρμο σου καιέλα Χριστέ και Παναγιά μου! Περμ. Όχι μόνο σαν και σένα, που πριχού να σου δώση και δαχτυλίδι, δος του και σου τραγούδαγε αμανέδες κάτω από το σπίτι σου. Πιπ.

Ήμην νέος κ' εγέρασα, που δεν έπαψαν να ψάχουν για γρόσια, στο Έρμο Κάστρο, και στην Παναγιά την Ντομάν, και στ' Αχειλά το ρέμμα, και σε κάθε ξωκκλήσι, και σε κάθε βράχο, και σε κάθε σπηλιά, και στα Πέντ' Αδέρφια, και στην Καμμένη Πέτρα, και στο Κακόρρεμμα.

— «Όλο κοριτσούδια, το έρμοΤο παράπονον του Γιάννη του Λυρίγκου εβόμβει εις τα ώτα της Φραγκογιαννούς. Η λεχώνα δεν είχεν εξυπνήσει. Η γραία Χαδούλα εκινήθη ολίγον, ετανύσθη επί των γονάτων της, κ' έφθασε το λίκνον. Παρεμέρισε το λευκόν πανίον από την κεφαλήν της κούνιας, κ' έτεινε την χείρα διά να θωπεύση το μικρόν, ενώ τούτο εκλαυθμήριζεν.

« Για ακούστε, λέγει, αδέλφια μου, » Και τη 'δική μου νειότη. » Ταις μάναις, όσαις έκαμα » Μεςτη ζωή μου όλη, » Καιτη στερνή πώς μ' έφαγε » Το φλογισμένο βόλι. » Το πρώτο μου πολέμησα «'Σ το έρμο το Κομπότι

Συφορά, συφορά θα μας έρθη. . . Ίσια στη χώρα, στη Μητρόπολη ίσια κ' ίσια. Εκεί θα γίνη εμένα ο γάμος μου. Έχε γεια, Κόσμε, με τα καλά σου, ζήτησα να τα κάμω δικά μου και σαν άμμος γλίστρησαν από τα δάχτυλά μου ανάμεσα. Πηγαίνω σε κόσμο, που αν δεν έχη τις χάρες σου, έχει όμως αλάθευτο γιατρικό για τα βάσανά σου. Κερ. Τρέχα, έρμο, που ακόμα δεν άρχισες και μου κάνεις και νάζια.

Μήνες, σα συλλογιζούμαστε τα μικρά μας που τα είχαμε εδωνά μέσα στο έρμο αυτό το σπιτικό· ζωή αλάκερη, σαν ανιστορούμε ταμέτρητα τα μερόνυχτα που περάσαμε ολομόναχοι κλαίγοντας, ελπίζοντας, παρακαλώντας, και πάλι ξαναπέφτοντας στην απελπισιά. — Δηλαδή από τα 21; κάνει ο Μυλόρδος, πασκίζοντας να καθίση τώρα κι αυτός διπλοπόδι, καθώς οι άλλοι. — Από τα 21, το χρόνο που άναψε η εφτάχρονη η φωτιά!

Δίχως πόρεψη, δίχως μέσα, δίχως άλλο σκοπό παρά νάρθουν και ναποδείξουν ως πού πηγαίνει η ρωμαίικη η τρέλλα, το έρμο και το τυφλό το «Έχει ο Θεός», σάματις τρελλάθηκε κι ο Θεός μαζί τους.

Μα η μάννα του· η γλυκειά, η πονετική, η άγια του μαννούλα! Πώς έκαμε κι άφηκε έρμο το παιδί της! Πάντα ήταν καλή, περιποιητική, αφωσιωμένη σε δαύτον. Κ' εκείνος το ίδιο· λόγο δεν της γύρισε ποτέ, παράπονο δεν της έκαμε. Η αγάπη του δεν ήταν από κείνες που έχουν τα παιδιά στη μητέρα τους! Ήταν λατρεία φανατικού στη θρησκεία του. Από τα μικρά του χρόνια κάθε σκέψη του σ' εκείνη την αφιέρωσε.