United States or Maldives ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Λάμια, παραμονεύουσα παρά την θύραν, ευθύς άμα παρετήρει υψούμενον επί της πεδιάδος της κλίνης τον λόφον τον αγγέλλοντα την παρουσίαν της Σεμίρας υπό το πίπουλον, επλησίαζεν ακροποδητί, με την ελπίδα να την καταφθάση κοιμωμένην αλλά καθ' ην ακριβώς στιγμην υψώνετο το σκουπόξυλον, απετίνασσε το πονηρόν ζώον το σκέπασμα και εξώρμα δι' ενός πηδήματος εις υψηλόν ράφι.

Άκουε τους θαυμασμούς των σοφών και πίστευε πως δεν είχαν άλλο σκοπό παρά να αναμπαίξουν τον ξεπεσμό τους. — Τι γλυκειά, τι χαριτωμένη, τι συμπαθητική, κόρη! εψιθύριζε ο Αλαμάνος, μη θέλοντας να σηκώση τα μάτια του από τον κήπο. — Και ποια είνε; ποια είνε, κύριε Αριστόδημε; γύρισε και τον ρώτησε ο Γκενεβέζος. — Μια του χωριού· απάντησε με περιφρόνηση· τη λεν' Ελπίδα.

την άκρη της Σελήνης τρεμοκρέμεται βαρειά κι' ατμούς γεμάτη μια σταλαγματιά. Προτού να πέση κάτω θα την πιάσω 'γώ. Θα την κατασταλάξω με τα μάγια μου, να βγάλω από μέσα τα εξωτικά, που η απατηλή των η εμφάνισις τον Μάκβεθ θα τον κάμη να καταστραφή. Τον Θάνατον, την Τύχην, δεν θα τα ψηφά· θα υποβάλη όλατην ελπίδα του, και φρόνησιν και φόβον και ευσέβειαν!

Την πρώτην ημέραν ελάβαμεν ένα πολλά ευτυχισμένον αέρα, και εκάμαμεν πολλήν στράταν· μα την δευτέραν ημέραν ο αέρας άλλαξε, και έγινε τόσον σκληρός που επροξένησε μίαν μεγαλωτάτην φουρτούνα, τόσον που οι ναύται έχασαν όλην τους την ελπίδα, και άφησαν το τιμόνι, διά να υπάγη το καράβι εις την διάκρισιν του αέρος, και εστάθη ένα θαύμα που δεν εκαταποντισθήκαμεν.

«Φίλε, του είπεν ο Μάρκος, πού σου ήρθε η ελπίδα ότι η Βασίλισσα θα προσέξη έναν τρελλό απαίσιο σαν και σένα; — Μεγαλειότατε, έχω μεγάλα δικαιώματα για να με προσέξη. Πολλά έκαμα γι' αυτήν, κι' απ' αυτήν κατάντησα τρελλός. — Ποιος είσαι λοιπόν; — Είμαι ο Τριστάνος, εκείνος που τόσο αγάπησε την Ιζόλδη, κι' ως που να πεθάνη θα την αγαπάη.

Βογγούση τον περήφανο, που βιάζεται, και θέλει Να πάρη τον κατήφορο μ' ελπίδα να βουτήση, Και τη γλυκή του τη ζωή ο δόλιος ν' απαντήση. Μον κείνος καταπάνω του τρεχάτος τον πλακόνει, Με το κοντάρι τον βαρεί και τον αποτελιόνει· 530

Εγώ εις τέτοιαν είδησιν έλαβα μεγάλην λύπην διά τον θάνατον της σκλάβας· διά δε τον υιόν μου έλαβον κάποιαν ελπίδα παρηγορίας, μήπως και τον ξαναϊδώ· αλλά μετά έξ μήνας έφθασε και το Μπαϊράμι, χωρίς να λάβω καμμίαν είδησιν διά τον υιόν μου. Τότε παρήγγειλα του ζευγίτου μου να μου φέρη την πλέον παχυτέραν αγελάδαν διά να την θυσιάσω εις το Κορμπάνι.

Τέλος πάντων αφού επέρασα αγνώριστος διαφόρους τόπους, απεφάσισα να έλθω εις την Βαβυλώνα με ελπίδα διά να προσπέσω εις τον εύσπλαγχνον τούτον βασιλέα, και ίσως με την διήγησιν της ιστορίας των παραδόξων συμβάντων και δυστυχιών μου θέλει κινηθή εις έλεος προς εμέ· και έφθασα σήμερον εις ταύτην την πόλιν, και πρώτος που συνήντησα, είνε ο συνάδελφός μου Δερβίσης, ο οποίος διηγήθη την ιστορίαν του προ εμού.

Ήτον εκείνος ο καιρός καιρός του &εικοσιένα!& . . . Πούν' τα χρόνια τώρ' αυτά! χρόνια χαριτωμένα, Χρόνια εκείνα λεβεντιάς, ανδρειωμένα χρόνια, Χρόνια που κάθε όνειρο, κάθε χρυσή ελπίδα, Και κάθε δάκρυ έλαμπε για μια. . . . για την Πατρίδα! Χρόνια, που εμείς τα θάψαμαν σκληρά, σε καταφρόνια.

Εγώ ημπορούσα με ευκολίαν να τους βάλλω εις σύγχυσιν, και να ελευθερωθώ από τα χέρια τους· μα ηθέλησα να ιδώ τι ήθελαν να μου κάμουν και να τους αφήσω εις την ελπίδα τους πως έχουν να με παιδεύσουν· Και αφού με έδεσαν καλά διά να μη τους φύγω, μετά μεγάλης χαράς και αλλαλαγμού με έφεραν εις τον Κατή.