United States or Democratic Republic of the Congo ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δεν μπορούσε σχεδόν ν’ ανοίξει το στόμα του, αλλά με το κεφάλι έδειξε το δρόμο, κάνοντας νεύμα στον Τζατσίντο να τον ακολουθήσει και ο Τζατσίντο τον ακολούθησε. Πήγαν πίσω από την εκκλησία, ακούμπησαν στον ερειπωμένο τοίχο, μπροστά στο μεγάλο τοπίο πλημμυρισμένο από φως. «Λοιπόνρώτησε ο Έφις με φωνή που έτρεμε. Η λέξη αυτή έκανε τον Τζατσίντο να γελάσει.

Μετά το φαΐ, καθώς είχε πέσει πεια η νύχτα, κ' ήτανε καθισμένοι γύρω από τη φωτιά, ο Τριστάνος ρώτησε ποιος ήταν αυτός ο ρημαγμένος τόπος. «Ωραίε Άρχοντα, είπεν ο ερημίτης, είναι η γη της Βρεττάνης, του Δούκα Χόελ. Ήταν άλλοτε ωραίος τόπος, με πλούσια λειβάδια και χωράφια: εδώ μύλοι, εκεί μηλιές, εκεί αρχοντικά υποστατικά. Ο κόμης Ριόλ της Νάντης έκαμε την καταστροφή.

Μιλήσανε κατόπιν για τραγωδίες· η κυρία ρώτησε, γιατί υπάρχουνε τραγωδίες, που παίζονται κάποτε και που δε μπορεί κανείς να τις διαβάση.

Σκεφτόντουσαν ότι ήταν ένα πνεύμα που στεκόταν εμπρός τους. «Γιατί φοβάστετους ρώτησε «και γιατί η καρδιά σας γεμίζει με ανήσυχες αμφιβολίες; Κοιτάξτε τα χέρια μου και τα πόδια μου για να διαπιστώσετε ότι είμαι εγώ· πιάστε με και δείτε· γιατί ένα πνεύμα δεν έχει σάρκα και οστά όπως βλέπετε ότι έχω εγώΌπως τους μιλούσε τους έδειξε τα χέρια Του και το πλευρό Του.

Οι δερβισάδες και ο Καλίφης αλληλοκοιταχτήκανε και άρχισαν τα ψιθυρίσματα, χωρίς να τους ακούν οι Ζωηδία και η Σεραφεία που περιποιόντουσαν την αδελφή τους που ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. «Τι σημαίνουν όλα αυτάΡώτησε ο Καλίφης. «ούτε εμείς γνωρίζουμε», απάντησε ο δερβίσης στον οποίο είχε απευθύνει τον λόγο. «Τι! Μα δεν είσαστε του σπιτιού

Περπατεί ακόμα; ρώτησε το κυπαρίσσι φοβισμένο. — Περπατεί... είπε το συννεφάκι και πέρασε. Ολοένα περπατεί... Η γιαγιά ακούμπησε ήσυχα το κεφάλι της στην καρέκλα, πήρε βαθιά την αναπνοή της και σταμάτησε. Έτσι έκανε κάποτε τα νάζια της η γιαγιά και σταματούσε στη μέση του παραμυθιού. Ήθελε χάδια και παρακάλια. Σαν πέρασε λίγη ώρα την εσκούντησα και της χάιδεψα τα γόνατα.

Ρώτησα μερικούς σοφούς, αν έπλητταν όσο κι' εγώ σ' αυτό το διάβασμα: όλοι οι ειλικρινείς άνθρωποι μου ομολογήσανε, πως το βιβλίο τους έπεφτε απ' τα χέρια, αλλ' έπρεπε πάντα να το έχουνε στη βιβλιοθήκη, σαν ένα μνηνείο της αρχαιότητας, όπως αυτά τα σκουριασμένα νομίσματα, που δεν περνούνε πια. — Η εξοχότητά σας σκέπτεται τα ίδια και για το Βιργίλιο; ρώτησε ο Αγαθούλης,

Ο Αγαθούλης ζήτησε να ιδή το δικαστήριο, τη βουλή. Του είπανε πως δεν υπήρχανε και πως δεν κάνουνε δίκες. Ρώτησε, αν υπήρχανε φυλακές, και του είπαν όχι. Ό,τι τον ξάφνισε περισσότερο και τον ευχαρίστησε περισσότερο, ήτανε το Μέγαρο των Επιστημών, μέσα στο οποίο είδε μια γαλαρία δυο χιλιάδες βήματα μάκρος, όλο γεμάτην από όργανα μαθηματικής και φυσικής.

Ο Αγαθούλης μετά το γεύμα περιδιαβάζοντας μέσα σε μια μακρυά γαλαρία, θαύμαζε την ομορφιά των ζωγραφικών πινάκων. Ρώτησε ποιανού μεγάλου τεχνίτη ήτανε οι δυο πρώτοι.

Έως τότε ο νους μου δεν πήγαινε πολύ μακρότερα των λέξεων, όταν έλεγα πως δε φοβόμουν να κολλήσω το νόσημα του Βαγγελιού και να πεθάνω τον ίδιο θάνατο. Αλλά τώρα έβλεπα τη φοβερή πραγματικότητα καισθάνθηκα να περνά από πάνω μου ως κρυερό φύσημα θανάτου. Τόσον δε ζωηρή ήτον η εντύπωση, ώστε άρχισα να βήχω, πράμμα πούδωκε μεγάλη ανησυχία στη μητέρα μου: — Γιάειντα βήχεις, παιδί μου; με ρώτησε.