United States or Caribbean Netherlands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και επί μίαν μεν ημέραν απέκρουσαν την προσβολήν· την επομένην δε ημέραν, ενώ έμελλε να προσαχθή κατ' αυτών υπό των πολεμίων μηχανή, διά της οποίας διενοούντο ούτοι να ρίψουν πυρ εις τα ξύλινα παραφράγματα, και ενώ επλησίαζεν ο στρατός, οι Αθηναίοι αντέταξαν κατ' αυτού ξύλινον πύργον, τον οποίον ύψωσαν επί τινος οικήματος, εις το μέρος, όπου ενόμισαν ότι ο εχθρός έμελλε να πλησιάση την μηχανήν και το οποίον ήτο το μάλλον αδύνατον.

Παρήλθε μία εβδομάς, παρήλθον δύο κ' επλησίαζεν ήδη μην όλος να συμπληρωθή, και η Θωμαή ουδαμού κατώρθωσε ν' ανακαλύψη τον σύζυγόν της, ουδέ καν είδησιν περί αυτού να μάθη, αν και πολλάκις περιήλθε τα μεγάλα ξενοδοχεία της πόλεως, βαστάζουσα εις χείρας κ' επιδεικνύουσα, με υπερηφάνειάν τινα την φωτογραφίαν του Λαλεμήτρου, αποταθείσα δε ακόμη και εις την αστυνομίαν.

Εν τούτοις η αντιγραφή επλησίαζεν εις το τέλος• μόνη υπελείπετο η προς Εβραίους επιστολή και έπειτα πικρός και αναπόφευκτος επήρχετο ο χωρισμός. Πολλάκις η Ιωάννα, ως άλλη Πηνελόπη, απέξεε την νύκτα όσα την προτεραίαν είχον γράψει.

Κανένα πράγμα δεν ημπορούσε να παρομοιάση την ανησυχίαν της Κατηγέ, η οποία βλέποντας ότι η νύκτα επλησίαζεν ευρέθη εις μεγάλην αδημονίαν· απόπερνε με ονειδισμούς τον γέροντα· εσύ είσαι εκείνος του έλεγεν, που μου επροξένησες ετούτην την δυστυχίαν, και αν δεν ήθελε μας τύχη το κακόν συναπάντημα, εγώ ήθελα είμαι με την αδελφήν μου.

Ειπέ τους όλους να φύγουν από τον δρόμον μας. Ήνοιξε την θύραν και, μολονότι δεν ήτο κανείς έξω εκεί, εφώναξα δυνατά: Φύγετε όλοι, πηγαίνετε εις τα σπίτια σας. — Δεν έμεινε κανείς έξω, Χρήστε. Πηγαίνωμεν. — Δεν ημπορώ να βλέπω το φως, πάτερ. Με πειράζει. Ο ήλιος επλησίαζεν εις την δύσιν του και αι τελευταίαι ακτίνες του εχύνοντο διά της ανοικτής θύρας εντός του πενιχρού δωματίου.

Αυτή καθώς επλησίαζεν εις τις θύρες που ήσαν κλεισμένες, έκαμνεν ένα σημείον, και άνοιγαν ευθύς, και εγώ την ακολουθούσα. Και αφού επέρασεν έξ θύρας του παλατίου, έφθασεν εις την θύραν του περιβολίου· ομοίως ανοίχθη και εκείνη, και αυτή εμβήκε μέσα.

Και τα μεν άλλα μέρη εις τα οποία την επλησίαζεν, ήσαν κωφά· εκεί όμως όπου έσκαπταν, αντήχει ο χαλκός της ασπίδος, και εκεί αντισκάπτοντες οι Βαρκαίοι εφόνευον τους Πέρσας εργάτας. Τούτο μεν ούτως ανεκαλύφθη, αφ' έτερου δε απέκρουον τας προσβολάς.

Αλλ' όταν επλησίαζεν η εποχή την οποίαν είχεν ορίση διά τον γάμον ο Σαϊτονικολής εσκέφθη ότι ήτο καιρός να του μαζεύση τα χαλινάρια, ως έλεγε. Το πράγμα όμως δεν ήτον όσον το εφαντάζετο εύκολον.

Πλην όλην αυτήν την χαράν, ήτις εμεγεθύνετο όσον επλησίαζεν η νυξ, διέκοπτε κατά διαλείμματα δυσοίωνος θρήνος, κακόν μοιρολόγιον εν τοιαύτη ώρα, όπερ εξερχόμενον από τινος οικίσκου εις την ανωφέρειαν εκεί επάνω εχύνετο ως έν δάκρυ ρεύμα αερώδες.

Το πλοιάριον επλησίαζεν εις τον κρημνόν ο πτωχός στρατιώτης δεν ημπορούσε να το σταματήση· επλησίασεν, έφθασεν εις την άκραν, εστρεφογύρισε και εκρημνίσθη! Ο στρατιώτης ετεντώθη όσον ημπορούσεν, αλλά ούτε καν έκλεισε το μάτι του.