United States or Montenegro ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο Λιάκος διασκελίσας διαφόρους σάκκους εισήλθεν εις το γραφείον και εκάθισεν επί της μόνης εκεί διαθεσίμου καθέκλας, παρά την τράπεζαν του διευθυντού. Ο περί αυτόν αήρ απέπνεε βαρύ άρωμα συμμίκτων αποικιακών ειδών, αντήχει δε η επαναληφθείσα εις την αποθήκην βοή της έριδος, εν μέσω της οποίας διέκρινε τας λέξης «βάρος, σάκκοι, τελωνείονσυχνάκις επανερχομένας εις την συζήτησιν.

Τέλος, μετά μακράς ώρας, μέγας άνεμος τυφών μανιωδώς εφύσησεν. Εσίγησεν ο μονότονος ροίβδος της βροχής, ο βαθύς ρόχθος των κυμάτων αντήχει τώρα από τον λιμένα, και ο φρενιαστικός συριγμός των τροχαλιών, και η βάναυσος κλαγγή των αλύσεων, τας οποίας εξέσυρε κ' έπαιζεν η τρικυμία.

Φρικιώμεν υπό την βίαν της μάχης, η οποία θέτει εν ημίν εις αγώνα το ωρισμένον και το αόριστον, την πραγματικότητα και την σκιάν. Αλλ' εάν η μάχη έφθασεν εις αυτό το σημείον, τότε θα υπερισχύση η σκιά, μάτην δε αγωνιζόμεθα. Η καμπάνα αντηχεί, είναι η πένθιμος κωδονοκρουσία της παρελθούσης ευτυχίας μας. Είναι ακόμη η κραυγή του πετεινού διά την σκιάν που τόσον μας παρέλυσεν.

Το φως εξ ανακλάσεως εις ανάκλασιν πληροί πάντα τον φωτιζόμενον χώρον. Το μέρος του αέρος, όπερ άπτεται της ηχηράς επιφανείας, δέχεται εξ αυτής παραχρήμα κίνησιν, ήτις τον καθιστά ενότητα διακρινομένην από της μάζης του κύκλου αέρος. O αήρ εκείνος παλλόμενος γίνεται εις και αντηχεί διά της επιδράσεως της επιφανείας του ηχούντος σώματος. Τουναντίον, η τραχύτης διαιρεί και ποιεί πολλάς επιφανείας.

Βέβαιον είνε, ότι ναύτης, επίτηδες εν τη πρύμνη ιστάμενος, διαρκώς εξεκένου το αρχαίον του πατρός του τρομπόνιον, από του κρότου του οποίου αντήχει γοερώς όλος ο λιμήν αλλά παρήλθεν έτος και ούτε ηκούσθη αν ζη ή απέθανε. Με ποίον τα είχε; Με τον πατέρα του; Αλλ' ο γέρων εθυσίασεν όλην την ρωμαϊκήν αυστηρότητα της εξουσίας του, ίνα κολακεύση του υιού του τας επιθυμίας.

Αλλ' ουδαμού η λέμβος. Το βλέμμα του τότε αναμετρούν το πέλαγος προσπίπτει κάτω, προς τον Αγνώντα, την μεσημβρινήν άκραν της Σκοπέλου, όπου βλέπει λευκόν ιστίον να φεύγη ως παμμέγεθες, ανηπαργμένον υπό του ανέμου, πτερόν. Χωρίς να το αισθάνεται, φέρει την παγωμένην χείρα του προς την καρδίαν. — Καπετάν-Παρμάκη! Μυκάται εντός του λάρυγγος αυτού. Βοή πνιγηρά αντηχεί, στεναγμός πνιγομένου.

Πάσαι δε αύται αι αντιθέσεις τοσούτον εναρμονίως συνέχονται, αποτελούσαι ενιαίαν εντύπωσιν, ώστε το σύνολον αντηχεί εν τη ψυχή ημών ωσεί διαρκής τις στεναγμόςΤην υπόθεσιν του δράματος ηρύσθη ο Άγγλος ποιητής εξ ιταλικής πηγής, εκ της ιστορίας των δύο εραστών της Βερώνας, ήτις κατά παράδοσιν εγχώριον διεδραματίσθη τω έτει 1303 μ.

Αλλά ταύτα πάντα τόσον συγκεχυμένα και δυσδιάκριτα, ώστε βεβαίως δεν ηδύνατο διά λόγων να τα εκφράση. Μετά τινων στιγμών σιωπήν, ενώ εισέτι αντήχει εις την ακοήν του η πλήρης πάθους εκφώνησις του φίλου του «Την αγαπώ», ηρώτησεν αφελώς, χωρίς να σκεφθή τι λέγει: — Ποίαν από τας δύο; Ο Λιάκος τον ητένισε με απορίαν. Δεν είπε λέξιν, αλλά το βλέμμα του έλεγε: «Και θέλει ερώτημα

Ακόμη απ' τον ουρανόν τους αναστεναγμούς σου ο ήλιος δεν τους 'σκόρπισεν και αντηχεί ακόμητα αυτιά μου τα γεροντικά το αναφυλλητόν σου· Ιδού, ακόμηκύτταξε, — 'ς το μάγουλόν σου μένει ενός δακρύου παλαιού τ' ασκούπιστον σημάδι. Αν είσαι συ που μου 'μιλείς, κι’ ο πόθος σου 'δικός σου, τότε κι’ ο πόθος σου και συ της Ροζαλίνας είσθε!

Αλλ' από τον κόσμον εκρύπτετο. — Όλο πλέκεις πλειο! της έλεγαν αι γειτόνισσαι. — Κάλτσαις του καπετάν-Μοναχάκη! — Είχες γράμμα; — Είχα και είχα. Πώς θαρρείς; Και αντήχει ο Βράχος από την λαχταριστήν φωνήν της, και από τα γέλοια των άλλων. — Και μία γρηά, κακή γρηά, η γρηά Μαθήνα με τα πολλά κορίτσια, την ερωτά κρυφά μίαν ημέραν εις τον φούρνον. — Σου στέλνει, παιδί μου;