United States or Liberia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' ουδαμού η λέμβος. Το βλέμμα του τότε αναμετρούν το πέλαγος προσπίπτει κάτω, προς τον Αγνώντα, την μεσημβρινήν άκραν της Σκοπέλου, όπου βλέπει λευκόν ιστίον να φεύγη ως παμμέγεθες, ανηπαργμένον υπό του ανέμου, πτερόν. Χωρίς να το αισθάνεται, φέρει την παγωμένην χείρα του προς την καρδίαν. — Καπετάν-Παρμάκη! Μυκάται εντός του λάρυγγος αυτού. Βοή πνιγηρά αντηχεί, στεναγμός πνιγομένου.

Δεν δυνάμεθα να θερμάνωμεν την παγωμένην Μορφήν της διά να προβάλη σαφές το Παρελθόν εις το Παρόν και το Μέλλον!

Και όσον διά την θυγατέρα της, η παράδοσις αναφέρει ότι, ενώ διέβαινε παγωμένην λίμνην, αίφνης ο πάγος εθραύσθη, αυτή εβυθίσθη μέχρι του λαιμού εις το ύδωρ, η κεφαλή της έμεινεν άνω του πάγου, και απεκόπη διά της πιέσεως του πάγου. Δεν εκτελείται πάντοτε εν τούτω τω κόσμω η εκδίκησις του Θεού, αλλά δίδονται ενίοτε τοιαύτα παραδείγματα.

Ο Κομποδήμος ιδών κενόν το παρατεθέν ταψίον με ολίγην παγωμένην ακόμη σάλτσα, τώρα συνήλθεν από της μέθης, ξεζαλισθείς ολίγον. — Το πήρε η οργή, κολλήγα, ανεφώνησεν. Θα μας το άρπαξαν οι γάτοι· γιατί, όταν επήγα προτήτερα να το φέρω, δεν με άφησες; τους είδα κ' εφύλατταν απόξω καραούλι, ο ένας από 'δω και ο άλλος από 'κεί από την πόρτα. — Μήπως άφησες ανοικτή την πόρτα, κολλήγα;

Ζηλότυπος διά την υπεροχήν της, έζη εν διηνεκεί αγωνία, μήπως ίδη εαυτήν παραγκωνιζομένην υπό τινος ευτυχούς ανταγωνιστρίας, καθώς είχεν αντικαταστήσει αυτή την Οκταβίαν. Δι' ενός βλέμματος έκρινε πόσον θαυμασία ήτο η καλλονή της Λιγείας. «Είναι αληθής νύμφη, είπε καθ' εαυτήν. Είναι ωραία όσον εγώ και νεωτέρα μου». Υπό τα χρυσίζοντα βλέφαρα οι οφθαλμοί της ηκόντισαν παγωμένην αστραπήν.

Πορταΐτισσά μου, καλή μου Παναγία! Και καλογραία να ήτο, δεν θα προσηύχετο μετά τόσης θερμότητος και δεν θα ηγρύπνει μετά τόσου πόθου. Αμαρτωλή να ήτο, δεν θα έχυνε τόσα δάκρυα διά τας αμαρτίας της. Έως την αυγήν πολλάκις, που την έπαιρνεν ο ύπνος εκεί γονατιστήν, παγωμένην, ημιθανή. Η Παναγία μου τον έστειλεν, έλεγε παραμυθουμένη.

Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι, το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν, μέσα εις την παγωμένην εκείνην σχισμάδα της γης και εις την ρίνα του ποιμένος παγωμένην ομοίως. Μετά μικρόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς του, συνελθών τελείως και κινηθέντων των μελών αυτού. — Ακόμα λιγάκι και πάαινα! Είπε μετά στεναγμού βαθέος ο γέρων.

Λαλώ περί ονείρων και είναι κούφιου κεφαλιού τα όνειρα παιδάκια, γεννήματα του τίποτε, ήγουν της φαντασίας· κ’ η φαντασία είναι τι, λεπτόν 'σαν τον αέρα, και άστατον 'σαν την πνοήν τ' ανέμου, οπού πότετην παγωμένην του Βορηά γλυκαίνεται αγκάλην, και αν θυμώση έξαφνα, φυσά και την αφίνει και στρέφεται προς την Νοτιάν την δροσοσκεπασμένην.