United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Εις την εκκλησίαν επήγαινε την Κυριακήν πρωί, και μόνον προ της θύρας του μικρού καφενείου του Γιάννη του Βλάχου, βιαστικά επερνούσε, ιστάμενος δε τότε επί στιγμήν, εφώναζε τον Αντώνην, τον υιόν του καφετζή·Πάτερ Αβραάμ! . . . πέμψον Λάζαρον! . . . Το «πέμψον Λάζαρον» εσήμαινε να τον δροσίση μ' ένα ποτηράκι ρακί το θέρος, ή ρώμι τον χειμώνα, το οποίον είχε κανονισμένον.

Εκάπνιζε ναργιλέ κατ' οίκον, έπινε ρώμι και πολύ κρασί, και εις πάσαν υπόθεσιν την οποίαν διεπραγματεύετο, είτε περί υποθηκεύσεως επρόκειτο, είτε περί πωλήσεως αγρού, — αλλά συχνά και εις απλάς ομιλίας με φίλουςδεν έπαυε να επαναλαμβάνη την επωδόν του·Ντέρτι, δικό μου, βρε παιδιά! κασσαβέτι δικό σας.

Διερχόμενοι έξω από τον μέγαν και άκομψον παλαιόν ναόν της Αγίας Παρασκευής, έκαμναν τον σταυρόν των, και η μήτηρ έφερεν εις τον υπόδικον σιμίθια και σύκα και σαρδέλλες, και καπνόν διά την πίπαν του. Και μέσα εις την βαθείαν τσέπην του φουστανιού της, κρυφά, είχε χωμένην μικράν φιαλίδα με ρώμι ή ρακί, προς παρηγορίαν του φυλακισμένου.

Αλλ' αν είχε και χίλιες δραχμές, θα ηδύνατο να κερδίζη περισσότερα, διότι δεν θα ηγόραζε το ρώμι μποκάλι-μποκάλι από τον κυρ Κωνσταντή, όστις έβγαζε το ένα άλλο ένα, και το ενέρονε τόσον ώστε να μη σηκόνη άλλο νερό πλέον· θα παρήγγελλε βαρέλι εις την Χαλκίδα, και θα είχε και αυτός τότε κάτι τι εις το καφενείον του. «Λίγο-λίγο» έλεγε, «έτσι έκαμαν όλοι τους παράδες και τα μαγαζειά

Είτα έλεγεν : «Ας πιω κ' ένα ρώμι». Έπινε και δύο ρώμια και είτα μετέβαινεν εις το σχολείον, όπου έμενε πάντοτε «με τα μανίκια». Εις τας εξετάσεις περί τα τέλη Ιουλίου ή περί τας αρχάς Αύγουστου, επαρουσιάζετο ενώπιον της αξιοτίμου Επιτροπής «με τα μανίκια». Κατά τας περυσινάς εξετάσεις, ο δήμαρχος μόλις τον είχε πείσει, μετά πολλάς νουθεσίας και επιπλήξεις, να φορέση το σακάκι του· το εφόρεσεν, αλλ' αφού πρώτον απέβαλε το γελέκον.

Έλεγεν ο Κομποδήμος βλέπων το ευώδες ρώμι, το οποίον εμοσχοβόλησε θερμότητα και ζωήν, μέσα εις την παγωμένην εκείνην σχισμάδα της γης και εις την ρίνα του ποιμένος παγωμένην ομοίως. Μετά μικρόν ο Μπάρμπα-Σταύρος ήνοιξε τους οφθαλμούς του, συνελθών τελείως και κινηθέντων των μελών αυτού. — Ακόμα λιγάκι και πάαινα! Είπε μετά στεναγμού βαθέος ο γέρων.