United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο βασιλεύς έκαμε διά να περάσωμεν από έμπροσθέν του από μίαν φοράν, και οπόταν επέρασα εγώ από έμπροσθέν του, τον βλέπεις και κατεβαίνει από τον θρόνον του, και πλησιάζει προς εμένα και με θαυμασμόν λέγει· τι ωραιότης είνε εις ετούτην την σκλάβα; τι εύμορφα καμωμένη και νόστιμη; τι στόμα; τι μάτια; τι μορφή είνε ετούτη; αχ φίλε μου, γυρίζει προς τον πραγματευτήν και του λέγει· από όσες σκλάβες μου επούλησες αφού και σε γνωρίζω, παρόμοιαν ωσάν ετούτην δεν είδα· ζήτησε το τι θέλεις δι' αυτήν μόνην, επειδή και αυτή μόνη αξίζει διά χίλιες.

Σιγάσιγά καθώς σκέβρωσε το κορμί της δεν μπορούσε να σταθή στα κοκκαλιάρικα πόδια της κι' όλο έγερνε να πέση με τα μούτρα στο χώμα. Μα το χώμα δεν την ήθελε. Χίλιες φορές έπεσε προύμυτα στη γη και χίλιες φορές τη σηκώσανε πάλι οι διαβάτες. Δεν είχε ούτε ένα ραβδί ν' ακουμπήση τα γηρατειά της.

Χίλιες φορές πήρε φαλάγγι τους εχθρούς του, ποτάμια έχυσε το αίμα τους στη γη. Μα ήταν οι εχθροί ασκέρι και δεν είχανε σωμό. Μα και το βασιλόπουλο με τα παλικάρια του αποσταμό δεν είχε. Στον καιρό αυτό μεγάλη ταραχή γίνηκε μες στο παλάτι. Η γρηά η βασίλισσα, κυττάζοντας μια μέρα τους θησαυρούς της, έλαβε μεγάλη τρομάρα. Τα μαργαριτάρια της, που άλλα στον κόσμο δε βρισκόντανε, ήτανε χαμένα.

Τα χωράφια, τα βοσκοτόπια, τα βουνά και τα ποτάμια όλα ελεύθερα. Κ' έναν Ευμορφόπουλο, θες τον ίδιοαχ μακάρι! — θες το γιο του, ας είναι και τ' αγγόνι του αφέντη απάνω σ' εκείνα. Αφέντη τρανόν και δοξασμένον, όπως οι πάπποι του. Αλήθεια, τ' είνε μια ζωή για τέτοιο κατόρθωμα! Χίλιες να είχε και τις χίλιες τις έδινε. Με αυτόν τον πόθο έκλεισε τα μάτια ο Αντρέας ο Ευμορφόπουλος.

Ας περάσουμε πεταχτά τις χίλιες ακρογιαλιές που έχουν κατιτίς να ψιθυρίξουν η καθεμιά τους. Ποια να πρωτακούσουμε, και σε ποια να καθίσουμε να θυμηθούμε τις παλιές τις δόξες, τα παλιά τα πάθια! Το ίδιο σα να ζητάμε να μετρήσουμε τα χαλίκια της. Δύσκολη, δύσκολη δουλειά! Τρέμω που τα συλλογιούμαι μονάχα. Ακόμα δε γεννήθηκε το πουλί που θα μας την τραγουδήση την ιστορία μας.

Την ώραν του μεταμεσονυκτίου δείπνου, ενώ ο κουμπάρος μετά των στενωτέρων εκ των καλεσμένων ηυφραίνοντο, ο γαμβρός ενθυμήθη να ερωτήση την νεόνυμφον·Πού της έχεις της χίλιες; Απάνω σου; Η Αφέντρα έκαμε αδιόρατον νεύμα. — Και δεν μου λες, είπεν ο Γρηγόρης, γιατί δε σου έβαλε η μάννα σου την κολλαΐνα με της λίρες, που μούλεγες πως έλεγε να σου βάλη;

«Όλα αυτά ανακατεύονταν μέσα στο μυελό μου, το ένα κατόπι τ' αλλουνού, σαν κύμα που ακολουθάει το κύμα, και μάκραιναν ως χίλιες οργυιές την υπομονή μου.

Είμαι βέβαιος που όταν ακούτε τέτοια λόγια, παίρνετε το σύστημα που πήρα και γω μ' όσους έρχουνται και με λεν που η γλώσσα μας θέλει διόρθωση ή που είναι πρόστυχη και βάρβαρη. Χαμογελώ μ' όση γλύκα μ' έδωσε ο Θεός, κάμνω το χαρούμενο, κουνώ χίλιες φορές το κεφάλι, το βάζω ίσια με κάτω κι όλο λέω· «Ναι! Ναι!

Ύστερ' από δέκα έντεκα χρόνια κυβέρνηση όχι ανόμοια με τη γνωστικιά πολιτική του Μαρκιανού, τον έβαλε άξαφνα στα αίματα ο Δυτικός Αυτοκράτορας ο Ανθέμιος, και τον έπεισε να καταπιαστή την περίφημη εκείνη την αφρικανική εκστρατεία, που χίλιες φορές καλλίτερα νάλειπε . Την είχαν αρπαγμένη την Αφρική από το Ρωμαϊκό Κράτος οι Βαντάλοι, κατεβασμένοι από την Ισπανία στα 429, και ξεχυμίζοντας αποκείθε κάθε λίγο ρήμαζαν τα μέρη της Ιταλίας.

Είχα μαζί μου μια πιστόλα κ' ένα μαχαίρι. Αδειάζω την πιστόλα με χίλιες κατάρες, και τρέχω με το μαχαίρι καταπάνω στο κορμί που μισόβλεπα κατά το μέρος οπούθε ήρθε η τουφεκιά. Ώσπου να πάγω κοντά του, αυτός ξαπλώθηκε. Ως τόσο οι τουφεκιές πρέπει νάφεραν κι άλλους κοντά μου, γιατί άκουγα αντρίκιες κουβέντες γύρω. Τι να κάμω δεν ήξερα. Είπα, ας κρυφτώ σε κανένα δέντρο απάνω.