United States or French Guiana ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αλλ' η Χαρανίνα ησθάνετο την φιλοτιμίαν της προσβαλλομένην, επειδή ήθελε να φανή ότι αυτή έπρεπε να τον υπανδρεύση και όχι η θεία του η άλλη. Ο νέος, ικετικώς, είχεν ειπεί εις την θεια Χαρανίναν·Ντέρτι δικό μου, θεια, κασσαβέτι δικό σου! Ήλπιζε δε διά της πραότητός του ν' αφοπλίση την ανδρογυναίκα την οποίαν μεγάλως εσέβετο, διότι εις την οικίαν της είχεν ανδρωθή και την εγνώριζεν ως μητέρα.

Τόμ' σ' απείκασα μονοκοπανιάς σ' εγρούνισα! . . . Μα δε ξέρ'ς τίποτε, κυρά Γιαννού μ'! — Τι τρέχει παιδί μου; — Μεγάλο ζαράρι μ' ευρήκε, να' χω το συμπάθεια, θεια Γιαννού! Τρανό, άτυχο ντέρτι!

Εκάπνιζε ναργιλέ κατ' οίκον, έπινε ρώμι και πολύ κρασί, και εις πάσαν υπόθεσιν την οποίαν διεπραγματεύετο, είτε περί υποθηκεύσεως επρόκειτο, είτε περί πωλήσεως αγρού, — αλλά συχνά και εις απλάς ομιλίας με φίλουςδεν έπαυε να επαναλαμβάνη την επωδόν του·Ντέρτι, δικό μου, βρε παιδιά! κασσαβέτι δικό σας.

Δεν έχει χέρι για σπαθί, μάτι για το τουφέκι Αρματωλού παλληκαριά και κλέφτικο καμάρι, » Μην κλαίτε μαύρα μου παιδιά, καϋμένα παλληκάρια! » Εξήντα χρόνια αρματωλός, σαράντα χρόνια κλέφτης » Να κυνηγάω την Τουρκιά να πελεκάω πασάδες. » Μόν' τώχω ντέρτιτην καρδιά, τώχω βαρύ μαράζι » Πως σαν το μάθουν οι άπιστοι θα μπουντο σύνορό μου, » Θα μου πατήσουν τα χωριά, το πατρικό μου κόλι. » Για κόφτε το κεφάλι μου, βάλτε τοτην κοτρόνα » Να καταιβούνε τα πουλιά να το μοιρολογήσουν, » Να καταιβούν κ' οι σταυραητοίτα νύχια να το πάρουν. » Να πάνε να το στήσουνε ταμπούριτη φωλειά τους. » Και σαν οι Τούρκοι καταιβούντο σύνορο του Πάλλα » Να πάνε να το ρίξουνε ανάμεσα 'ς τ' ασκέρια, » Για να το ιδούν οι άπιστοι και πίσω να γυρίσουν. »

Και μια φαρμακωμένη αυγή μώρχετ' ένας δικός της, Και παίρνει το κοπάδι της και πάει κι' αυτός και φεύγει Ακαρτεράω ακόμα εγώ, ναρθή μια μέρα η κόρη, Για να της πω το ντέρτι μου, τον πόνο της αγάπης. Είπα 'ς τ' αστέρια τ' ουρανού, 'ς της νύχτας το φεγγάρι, 'Στον ήλιο τον χρυσόλαμπρο, 'ςτ' αηδόνια και 'ςτ' αγέρι Να μου την φέρουν μιαν αυγή, και δεν μ' ακούει κανένα.

Ο Βαγγέλης ήρχισε να μονολογή έξωθεν της θύρας: — Ξένοι στα ξένα, κυρά μ'! ξενάκια όλοι είμαστε. «Πού να καθίσω, να ξενυχτίσω;»... Αχ! είνε κακός ο κόσμος, κυρά μ'! δεν μπορεί να πη κανείς τον πόνον του! ...Σεβντάς, άχτι, καϋμός, μαράζι, ντέρτι, μεράκι, βάσανο, κυρά μ'! ...«Σ' αφίνω την καλή νυχτιά, πέσε γλυκά κοιμήσου! και στ' όνειρό σου!...» Ούτε φωνή, ούτε ακρόασις.