United States or South Georgia and the South Sandwich Islands ? Vote for the TOP Country of the Week !


Πες μου, μητέρα, τι είν' ο Καλαφάτης; είπε σείων τον ώμον της κοιμωμένης. — Ο Καλαφάτης, είπε μετά κόπου η Μαχώ, είναι μια ξέρα κάτω στο γιαλό, που την λεν έτσι . . . Κοιμήσου, παιδί μου. Η Μαχώ δεν είχεν εννοήσει ότι ο υιός της έλειπεν από πλησίον της, και ότι είχεν επανέλθει τώρα έξωθεν. Ενόμισεν ότι, πλαγιασμένος πλησίον της, είχεν ακούσει τον κρότον της υφάλου.

Φάγε λοιπόν και κοιμήσου. Τοιαύτη είναι η περί σου μέριμνα ημών και συμπάθεια, ώστε θα είμεθα πάντοτε φίλοι σου. Χαίρε. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Κύριέ μου, δέσποτα! ΚΑΙΣΑΡ. Όχι τοιούτον τίτλον. Χαίρε. ΕΙΡΑΣ. Ετελείωσαν όλα, κυρία. Επέρασεν η λαμπρά ημέρα και μας έρχεται σκότος. ΚΛΕΟΠΑΤΡΑ. Πήγαινε ταχέως· έδωκα ήδη διαταγάς, και όλα είναι έτοιμα· πήγαινε να είπης να σπεύσουν. ΧΑΡΜΙΟΝ. Πηγαίνω, κυρία.

Ναι ήθελε τόρα ν' αποδείξη εις αυτόν τον ξιππασμένον και εις τους ανισχύρους χωρικούς των οποίων τόσον εύκολα εκλονίσθη η πίστις, ν' αποδείξη ότι ήτο βάσιμος ο ισχυρισμός του. — Μπρε, τα παραρρίχνουμε; εφώναξε μετά πάθους. — Άι κοιμήσου, γέρω μου, να ζήσης· απήντησε μετά τόνου οικτίρμονος ο ενωμοτάρχης· σαν και λες να βάλης να τρέξη το ξιφτέρι με τον μπούφοολούρμε; — Στάσου και να ιδής!. . .

Πάραυτα, αφού είπε το «Κοιμήσου, παιδί μου», απεκοιμήθη πάλιν, ο δε Φάλκος και πάλιν έσπευσε να εξέλθη. Μεσονύκτιον ήτον ήδη, και η σελήνη είχεν ανατείλη προ πολλού. Ο Φάλκος, όταν εξήλθε το δεύτερον έξω, έρριψε ξύλα εις την φωτιάν, διά να μη σβύση, επειδή μεγάλως τον έτερπε και τον εγοήτευε το πυρ, εις την σιγήν και την γαλήνην της νυκτός, εις το μέσον των ερειπίων.

Άφησέ την, πατέρα, είπεν ούτος, θέτων την χείρα επί του βραχίονος του πατρός του. — Τι γυρεύεις εσύ; εγόγγυσεν ο Πρωτόγυφτος. Κοιμήσου γρήγορα. — Δεν κάνεις καλά, πατέρα μου, είπεν ο νέος, ως να διετέλει εν παραλήρω. — Εσύ θα μου πης; είπεν οργίλως ο Γύφτος. Γκρεμίσου. Ο Μάχτος εκινδυνευε να παραφρονήση. Έβλεπεν ότι το πράγμα καθίστατο σπουδαιότερον.

Ο Κατής βλέποντάς τον Κουλούφ, άρχισε με το καλό να τον παρακινή διά να τον κάμη να κλίνη, να χωρίση την γυναίκα του· μα βλέποντάς τον στερεόν, άρχισε να τον φοβερίζη, και μη κάνοντας τίποτε και με τες φοβέρες ηθέλησε να δοκιμάση και με τες δυναστείες· του οποίου διά πρώτην αρχήν του έδωκεν εκατόν ξυλιές εις τα ποδάρια, και ύστερα του είπε· σύρε ακόμη απόψε και κοιμήσου με την γυναίκα σου, και αύριον στοχάσου διά να την χωρίσης, ειδεμή τα όσα σου έκαμα σήμερον δεν θέλουν παρομοιασθούν με εκείνα που έχω να σου κάμω αύριον.

Καλά, Φαλκάκι μου. Κοιμήσου τώρα, και μεθαύριο, σαν πάμε κάτω, εγώ θα σε φιλέψω πετεινό . . . Τώρα ο Φάλκος ησθάνετο νυσταγμόν, τον οποίον το πριν είχε νικήσει η περιέργεια. Και πάλιν θα επεθύμει να σηκωθή και να εξέλθη, πλην ήρχισε να ζαλίζεται και να ναρκούται από την έφοδον του ύπνου.

Θα την δέσετε με σχοινιά; είπε ψυχρώς ο Πρωτόγυφτος. — Όχι, φίλε. Δυνάμεθα να την φυλάξωμεν, τόσοι άνθρωποι ένοπλοι. — Είσθε πολλοί; — Είμεθα οκτώ. — Έξ βλέπω, είπεν ο Πρωτόγυφτος. — Οι άλλοι δύο φυλάττουσι τα υποζύγια. — Πού είνε; — Ιδού αυτοί. — Ποίοι είνε αυτοί, πατέρα; ηρώτησεν ο Μάχτος, εγερθείς και πλησιάσας εις την θύραν. — Κοιμήσου, Μάχτο, είπεν αυστηρώς ο Πρωτόγυφτος. Μην ονειρεύεσαι;

Κοιμήσου». Το παιδί χασμουρήθηκε. «Η γιαγιά μου όμως λέει ότι όταν πέθανε η ντόνα Μαρία Κριστίνα, η παλιά, καλή κυρά σας, σαν να έπεσε ανάθεμα στο σπίτι σας. Είναι αλήθεια ή όχι;» «Κοιμήσου, σου λέω, δεν είναι ώρα .....». «Ε, αφήστε με να μιλήσω! Και γιατί το’ σκασε η ντόνα Λία, η μικρή σας κυρά; Η γιαγιά μου λέει ότι εσείς το ξέρετε, ότι τη βοηθήσατε να το σκάσει, τη ντόνα Λία.

Η γυναίκα μου, βεβαιωμένη από την καθημερινήν συνήθειαν ότι εμπράκτως εγώ είμαι εις βαθύτατον ύπνον, εσηκώθη ευθύς χωρίς καμμίαν υποψίαν από το κρεββάτι, λέγοντάς μου· κοιμήσου και ποτέ να μην εξυπνήσης· και ευθύς ενδύθη και εβγήκεν έξω από τον θάλαμον. Τότε εγώ με ταχύτητα εσηκώθηκα, και αρματώθηκα με άρματα που είχα έτοιμα, και έτρεξα οπίσω της μακρόθεν.