United States or British Indian Ocean Territory ? Vote for the TOP Country of the Week !


'Σ τ' αστέρια απάνου έφταναν τα κλάματα κ' οι θρήνοι Εδώ χωρίζει ο γέροντας πατέρας το παιδί του, Εκεί ο νηός την ώμορφη την αγαπητική του, Αλλού η μανάδες παίρνουνετους ώμους τα μικρά τους, Κλαίγουν αυταίς το χωρισμό, σκούζουν και τα παιδιά τους Κ' είν' όλοιταις γιορτιάτικαις ντυμένοι φορεσιαίς τους, Λες και σε γάμο 'κίνησαν, λες παν' σε πανηγύρι.

ΡΩΜΑΙΟΣ Αυτό μου έμελε; Λοιπόν, δεν σας ψηφώ, αστέρια! — Πήγαιν' εκεί που κατοικώ· χαρτί να γράψω θέλω· κ' ενοίκειασέ μου άλογα. Αναχωρώ απόψε. ΒΑΛΤΑΣΣΑΡ Υπομονή, αυθέντα μου. Το πρόσωπόν σου είναι αγριευμένον και χλωμόν. Φοβούμαι μη ξεσπάση καμμία νέα συμφορά. ΡΩΜΑΙΟΣ Μην έχης τέτοιον φόβον. Πήγαινε τώρα· άφες με, κι' ό,τι σου είπα κάμε. Του καλογήρου γράμματα δεν έχεις να μου δώσης;

Και το θερίζει ο θάνατος άσπλαχνα κάθε 'μέρα· Νεκροταφείο έγεινε κι' αρρώστεια πέραπέρα. Το Μεσολόγγι...κλάψτε το! θα πέση, δεν βαστάει, Και κλάψετε μαζύ μ' αυτό και την Ελλάδα ακέρηα·ολίγο μόνη μέσα του η Δόξα θα γυρνάη, Η Δόξα, η αθάνατη 'σάν τα λαμπρά τ' αστέρια. — Ψωμί, μπαρούτι, βόλι, Ψωμί! — φωνάζουν όλοι Και δυο τους μένουν μοναχά, δυο απόφασαις να κάνουν.

Μέσα στο τρομασμένο ξύπνημά της θυμούνταν πολύ καλά, πως όταν της έδωσε το ύστερο φιλί, από πολύωρο ξεφάντωμα, όπως κάθε νύχτα, είδαν κ' οι δυο μαζί μέσ' απ' τα γυαλιά και τις κουρτίνες του παραθυριού ν' αχτινοβολούν τ' αστέρια. Τα είδαν και ξαναφιλήθηκαν. Γαλήνη γαλανή είταν χυμένη έξω, γαλήνη αγάπης και ευτυχίας μέσα στη μικρούλα κάμαρα.

Και τι καλλίτερη απόδειξη θέλουμε παρά τους δυο νέους φωστήρες, που ξεπροβάλανε σαν αστέρια απ' ανάμεσα από τα μαύρα σύννεφα και φώτισαν τα Έθνος και το βοηθήσανε να περάση κι αυτή τη φουρτούνα και να σύρη κατά το μεγάλο του δρόμο. Αρχίζουμε από το Συνέσιο της Κυρήνης, Ελληνικής αποικίας στα βορεινά της Αφρικής αιώνες πολλούς.

Οι δόξες όμως που τη μια μέρα πετούνε στον αιθέρα και την άλλη πέφτουνε χάμου στάχτη, δεν είναι δόξες, δεν είναι αστέριαείναι πεφτάστερα. Η αληθινή η δόξα έρχεται από έργα που μένουν κι αποφασίζουν την τύχη ενός λαού, καθώς τα έργα του Μεγάλου του Κωσταντίνου. Μας φαίνεται λοιπό σα να μην πήρε ο Ιουστινιανός του Μεγάλου Κωσταντίνου το δρόμο· σα να ζήτησε μάλιστα και να τονέ στραβώση.

Τώρα ναι η νύχτα αμπόδισε το γλήγορο Αχιλέα η θεϊκιά· μα αν μείνουμε κι' εδώ ταχιά αν μας πιάσει όταν φανεί χαλκάρματος, τότε ένα διο θα κρίνουν, σωστά αν μιλώ· τι θα βλογούν τ' αστέρια τους αν σώσουν 270 να παν στο κάστρο, και πολλοί εδώ όξω θα χορτάσουν όρνια και σκύλους. Μα οι θεοί έτσι ας με βγάλουν ψέφτη

Και είτα έψαλε: — «Δίδει τον οίνον λιγοστόν...» Αλλ' ο μπάρμπα-Κωνσταντός, καίτοι στραφείς επί του άλλου πλευρού, δεν επανεύρε τον ύπνον, αλλ' ανασηκωθείς επί του αγκώνος, εγύρισε βλέμμα προς τον μοναχόν και τον ηρώτησε: — Τι ώρα είνε, πάτερ; — Τι ώρα;... ώρα που νύχτωσε... ώρα που φέγγουν τ' αστέρια.... — Το φεγγάρι δε βγήκε ακόμα;

Να το βγάλουμε όξω τόρα που νύχτωσε πριν το νοιώσουν και μας το πάρουν οι τούρκοι. Μόλις εβγήκαμε από τον κόρφο Γοργόνα οργισμένη μας απάντησε η Νοτιά. Ο ουρανός έσβυσε τ' αστέρια του, έκρυψε τα σύνορά του. Άδης το σκότος απλώθηκεν απάνω μας. Το κύμα εψήλωνε βουνό αδιάβατο, ανέμιζε φωσφορούχους τους αφρούς κ' έχυνε φως κάτασπρο, θαμπό και άχαρο περίγυρα.

Έλαμπαν συμπυκνωμένα τ' αστέρια αποπάνου μας γλυκύτατα, σα να ζητούσαν να μερέψουν χαϊδευτικά με τα θεϊκά φιλήματά τους το καταπονεμένο μας από τη θολούρα κορμί. Η ασημένια αχτίδα ενού μεγάλου και λαμπερώτατου, πούχε προβάλει κατά την Τσούμα του Δράκου τ' αψήλου, έπεφτε ως τα φυλλοκάρδια μου και τα γλύκαινε και τα βαλσάμωνε. Η νύχτα ήτον σιωπηλότατη.