United States or Western Sahara ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα νά, ο Ερμης αμέσως 360 σίμωσε τότες κι' έπιασε το γέροντα απ' το χέρι, κι' άρχισε ναν τον αρωτάει και τούπε αφτά τα λόγια «Παππούλη μου, έτσι μ' άλογα πού τρέχεις και μουλάρια μέσα σε νύχτας σιγαλιά π' όλοι οι θνητοί κοιμούνται; Και των οχτρών δε σ' έσκιαξε η λύσσα και το μίσος που τ' άχτι απάνου σου έτοιμαι κοντά 'ναι εδώ να βγάλουν; 365 Μα αν πες κανείς τους σ' έβλεπε πως πας με τόσα πλούτη μες στο σκοτάδι τ' άχαρο, σαν τι σκοπό 'χεις τότες; Νιός μήτε εσύ είσαι, γέροντας κι' αφτός σε συνοδέβει, κι' αν σε πειράξουν δε φελάει βοήθια να σου δώκει.

Έφεβγαν οι στεριές στο πλάι μας, έφεβγε απάνουθέ μας το φεγγάρι. Όλα έφεβγαν χόρεβαν ισκιωμένα πάνω στη στεριά, ξεμάκρεναν φανταχτερά μέσα στα πέλαγα. Άπλωναν πάνω στα γαληνεμένα τα νερά νανουριστοί του μαντολίνου οι τόνοι. Έσμιγαν τολόγλυκο τραγούδι του τελωνοφύλακα· έσμιγαν το βαθύ της νύχτας το μυστήριο· έσμιγαν τη γαλήνη γύρω τη φεγγαροφώτιστη.

Η Αννούλα αναρρουφούσε. Ο γέρος με πήρε στα γόνατά του και μου άρχισε άλλα λόγια. Κάτι πρέπει να κατάλαβε από τη θωριά μου ο γέρος. Στρεφογύριζε ο νους μου, θαρρούσα πως κάποιο μεγάλο μυστήριο ήρθε στον κόσμο· πως σηκώθηκαν οι πεθαμμένοι, και πέθαναν οι ζωντανοί. Οι φωνές εκείνες από μακριά, μες στο σκοτάδι της νύχτας, ύστερ' από τέτοια δήγηση, το κόψανε σα γάλα το αίμα μου.

Και μέσα στο στερνό εκείνο και φλογερό κοίταγμά τους, όλα τα γλυκά όνειρα κ' οι φλογερές και διαφορετικές επιθυμίες της περασμένης νύχτας, λυόνουν στα μάτια τους για μια στιγμή σε δάκρια πικρά, όσο που ο πράσινος τοίχος του μονοπατιού, χωρίζει αιώνια αυτόν που φεύγει για τον αηδιασμένο κόσμο του, κι αυτή που απομένει στην άχαρη εξοχή της.

Όλα τα στοιχειά και τα τέρατα τινάχτηκαν από τον ύπνο και χόρευαν μες στο σκοτάδι, παίρνοντάς τον στο κατόπι και περιτριγυρίζοντάς τον. Και να τον πάλι να περιμένει, αλλά ο Τζατσίντο είχε κι εκείνος πάρει τη μορφή ενός τέρατος, λες και τα πνεύματα της νύχτας τον είχαν πάρει μαζί τους στο μυστηριώδες βασίλειό τους κι εκείνος γύριζε από εκεί φρικτά παραμορφωμένος. Καλύτερα να μη γύριζε ποτέ.

Κοκκίνισε φευγαλέα το μέτωπό της∙ σαν μια φλόγα που λάμπει για μια στιγμή μονάχα κι έπειτα σβήνει μακριά μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, ανέβηκε από τα βάθη της συνείδησής της η βεβαιότητα ότι κι αυτή θα έκανε, λίγα λεπτά πριν, οποιαδήποτε τρέλα για τον Τζατσίντο. Έπειτα σιωπή, σκοτάδι.

Να, του φαινόταν ότι καθόταν ακόμη μπροστά στο καλύβι του και άκουγε το αηδόνι που τραγουδούσε εκεί κάτω, ανάμεσα στα σκλήθρα: ήταν λες η φωνή του ποταμού εκείνο το κύμα αρμονίας που ξεχύνονταν για να δροσίσει τη νύχτα, και ήταν τόσο μελωδικό και σπαραξικάρδιο που και τα πνεύματα της νύχτας ακόμη μαζεύτηκαν στο φρύδι του λόφου και ξεπρόβαλαν ακίνητα για να το ακούσουν.

Η καλή μας τύχη πούχε καν κοντοπούρναρα ξηρά το χάνι μέσα. Τους βάλαμε φωτιά και κάμαμε μια τζόρα για να στεγνώσουμε. Απόξω, ανασταλάζοντας ο ουρανός, σουρούπωσε. Άστοχα από τη σκοτεινάδα της μπόρας βρεθήκαμε 'ςτόν ίσκιο της νύχτας που πρόβαινε αγαλιγάλι. Τον ήλιο δεν τον ξανάειδαμε ως την αυγή.

Όξω ο λυσσιασμένος Βοριάς κόπασε κι' άρχισε να χιονίζη. Το χιόνι έπεφτε τόσο πυκνό και πολύ, ώστε όλο εκείνο το σκοτάδι της συννεφιασμένης νύχτας άλλαξε όψη.

Έξω οι στεριές στης νύχτας τη φεγγαροφώτιστη χλωμάδα βυθισμένες εθόλωναν φανταχτερά. Τα ριζοβούνια πάνω του Ταΰγετου εκάπνιζαν χωμένα μες τους διάφανους ατμούς, που ανάσεναν οι ρεματιές του μέσα οι πεντασκότεινες. Ψηλότερ' ακόμα εφλώμωναν κι ασπρολογούσαν οι βουνοκορφές φωτολουσμένες. Εξέφεβγαν, ξεμάκρεναν πάνω στον άπειρο ουρανό φανταστικές στης νύχτας το βαθύ μυστήριο.