United States or Saint Kitts and Nevis ? Vote for the TOP Country of the Week !


Γυρίσαμε μερικούς δρόμους, περάσαμε κοντά από τα Τούρκικα, είδαμε το σοκάκι που κλέψανε τη Λενιώ, ανεβήκαμε τον ανήφορο, μπήκαμε σε μια κόκκινη πόρτα, και βρεθήκαμε στην αυλή του Σκολειού. ΣΗΜ. Εδώ δηγάται τα πρώτα του μαθήματα και παθήματα ο Γεροδήμος, που τον κακομεταχειρίστηκε ο δάσκαλος, κ' έφυγε. Τα ίδια περίπου και στο πέμτο το κεφάλαιο.

Το χτύπησα τότε τ' άλογο, για ύστερη φορά, με όση δύναμη είχα απάνω μου, και σα να έκανε φτερά το καημένο το ζώο, βρεθήκαμε στην κορφή της χιλιοπόθητης ράχης! Δόξα σοι ο Θεός! «Εκεί το κρύο και το φύσημα του βοριά, και το χιόνι θα είταν δυνατώτερα, αλλά το Χωριό μου, που μου έδειχνε το συμπαθητικό πρόσωπό του, από μια ντουφεκιά τόπο μακρυά, μ' έκανε να μη αιστάνωμαι την αγριάδα τους.

Σαν ένας που φαντάζεται πως βρήκε ένα φυλαχτό, που του δίνει τη δύναμη να κάνη θάματα, στήριξα όλες τις ελπίδες μου σ' αυτό το σχέδιο κι όταν τέλος βρεθήκαμε στη μικρή βίλλα, που είτανε χτισμένη σ' ένα ψήλωμα με θέα προς τα φιόρδ και προς τα δάση, στη βίλλα, που τα φύλλα των λευκών σαλεύανε μπρος στο παράθυρο, όπου θα καθότανε η γυναίκα μου να με προσμένη να γυρίζω από την εργασία μου, όταν λοιπόν βρεθήκαμε κει, είχα τη βεβαιότητα πως είχε βρεθεί πια η λύση.

Μα τι κατάλαβες που βρεθήκαμε έρμοι και μοναχοί σαν πλάκωσε το κακό από την Ανατολή! Τα ίδια της Χίος, μόνο κάτι μικρότερα. Πήραμε όλοι μας τα βουνά. Είτανε νύχτα, και τρέχανε σα λυσσασμένοι κατόπι μας. Μα μεις ξέραμε τα κατατόπια, κι αυτοί δεν τάξεραν. Κ' έτσι γλύτωσαν πολλοί, αν και το χωριό μας ρημάχτηκε. Μα εγώ τέτοια τύχη δεν είχα.

ΒΕΡΑΔηλαδή φοβούμαι μήπως πλήξετε εσείς. Είμαι τόσο λίγο διασκεδαστική. ΦΛΕΡΗΣΒέρα, άφισέ με να σου μιλήσω τώρα με το μικρό σου όνομα. Είναι η πρώτη στιγμή που βρεθήκαμε μοναχοί μας ύστερ' από δεκαοκτώ χρόνια. Άφισέ με να σου μιλήσω, όπως σου μιλούσα μια φορά. ΒΕΡΑΜια φορά.. . Αλήθεια! Είναι τόσος καιρός από τότε; ΦΛΕΡΗΣΤι έχει να κάνη ο καιρός.

Παρόλ' αυτά περάσαμε τον καπνό και βρεθήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα που αρχικά μας φάνηκε τελείως άδεια. Το δωμάτιο ήταν φωτισμένο ζωηρά, και σε λίγο διακρίναμε ένα είδος πλατφόρμας στο ένα μέρος του, πάνω στην οποία ήταν τα σώματα του πρίγκιπα και μιας κυρίας, μισοκαμμένα σαν να τα είχαν βγάλει από μια φωτιά, πριν αυτή προλάβει να τα κάψει τελείως.

Κτύπησε καλά τα πόδια, δυνατά να περπατάνε, 'ς όλες μας ντροπή θε νάνε, αν οι άνδρες μας τσακώσουν και μας νοιώσουν• Τυλιχθήτε όσο παίρνει• στρέφετε κάθε φορά δεξιά κι' αριστερά, κι' όλο γρήγορα τραβάτε μη μας έλθη συφορά. Τώρα στη παληά τη θέσι είμαστε κοντά πολύ, που βρεθήκαμε τη νύχτα για να πάμε στη Βουλή.

Και αποτεινόμενος προς τον κόσμον, ως να τον ηρώτησαν, επαναλαμβάνει: — Ούτε με 20 δεν βγαίνω! — Μα γιατί προσθέτεις λοιπόν, γέρω-πονηρέ; Ερωτά ο δημογραμματεύς, περιφερόμενος εκεί με την πένναν εις χείρας πάντοτε. — Τι να κάμω, κυρ-θανασάκη μου! Βρεθήκαμε, Ήτανε γραφτό να πεθάνω. — 'Σ τη φυλακή! Διακόπτει χλευάζων ο δημογραμματεύς.

Αλλά φανταστήτε, αξιότιμοι Κύριοι, αν από τον καιρό του Αδάμ δεν άλλαζε ο κόσμος κι αν έμοιαζε κάθε γιος απαράλλαχτα τον πατέρα του, τι θα είμαστε σήμερα! Ας το πούμε σιγά σιγά, να μη μας ακούσουν· ο ίδιος ο Αδάμ θα βαριούνταν τη ζωή, κι όλοι μας εμείς που βρεθήκαμε τώρα στην Πόλη, δε θα γιορτάζαμε ίσως αφτό το Συνέδριο, μήτε θα είχαμε Ελληνικό Φιλολογικό Σύλλογο! Και θα είταν τόντις κρίμα.

Επειδή δε οι παίζοντες την πρέφαν, διάκόψαντες τα παιγνίδιόν των, ανέβλεψαν προς τον κυρ-Δημάκην θαυμάζοντες, ούτος εθεώρησε πρέπον να δικαιολογήση εαυτόν και είπε: — Ψόφια πράματα. Ούτε με 18 δεν βγαίνω, αφεντάδες μου. Μα τι να κάμη κανείς! — Λοιπόν γιατί προσθέτεις; ηρώτησε φωνή τις, — Τι να κάμουμε! απήντησεν ο κυρ-Δημάκης. Βρεθήκαμε. Αυτή είνε η δουλειά μας. Να πούμε την αλήθεια.