United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κ' εκάλεσα τη σκλάβα μου κι άνοιξα την καρδιά μου. «Θέστυλι, βρες μου γιατρικό στη φοβερή μου αρρώστια »Ο Δέλφις την ταλαίπωρη όλη δική του μ' έχει· »μα στην παλαίστρα πήγαινε και παραμόνευέ τον »εκεί συχνά πηγαίνει αυτός, εκεί ταρέσει νάνε». Πες μου, Σελήνη, πες μου το πώς μου 'γεννήθη η αγάπη.

Δεν καταλαβαίνεις πως η Λέλα είναι μια ελαφρά γυναίκα, που πρέπει να παύσης πια να τη συλλογίζεσαι. Ανοησίες. ΦΛΕΡΗΣΕγώ ξέρω τι είναι. Δεν το ξέρεις εσύ. Μη μ' εμποδίζης γιατρέ. Θα την ιδώ, πρέπει να την ιδώ και αμέσως! Δεν μπορώ να έχω πια αυτό το βάρος απάνω στο στήθος μου. Θα τη βρω όπου και νάνε. Όχι, Τάσσο. Όχι. Για την αγάπη της κόρης. Σου το απαγορεύω. Οι παραπάνω, Μ — ΑΡΓΥΡΗΣ

Αλήθεια φαίνεται πιο λαμπρότερο σα νάνε σκεπασμένο από καταχνιά. — Είνε η καταχνιά που πλάκωσε τους Μορφόπουλους. Να ιδές εδώ αυτόν τον καβαλλάρη. — Α! τι περήφανη ζωγραφιά! Τ' άλογό του πατάει απάνου σε κουφάρια. Η ματιά του σφάζει περισσότερο από το σπαθί του. Έχει κορώνα στο κεφάλι. Ποιος είν' Ελπίδα, ποιος είνε; — Είνε ο πρώτος μας· εκείνος που αντίκρυσε άφοβα το σπαθί του Χαγάνου.

ΚΡΕΟΥΣΑ Θα κάμω, ναι, θα κάμω αυτό• Κι' αν ο Λοξίας θέλη στην αμαρτία την παληά διόρθωσι να δώση, βέβαια φίλος δεν θα ειπή πως έγινε για μένα, μα, με το νάνε πια θεός, θα τη δεχθώ τη χάρι. Μα ο Φοίβος θέλει επίπληξι μ' αυτά που πάει και κάνει! Πιάνει της κόρες με τη βια κ' ύστερα της προδίνει, κι' όσα παιδιά κλεφτογεννά ταφίνει και πεθαίνουν!

Τώρα, γυιε μου, εγώ να σου κάμω γρηά, είπε τυχαίως η Φραγκογιαννού. — Δεν έχουμε αλεύρι, θεια, είπε το μεγαλείτερον εκ των δύο κορασίων. — Καλά· να έλθη ο πατέρας, να φέρη αλεύρι, είπεν η Φραγκογιαννού προς το παιδίον, κ' εγώ να σου κάμω «γρηά»! Ησύχασε τώρα. Αλλά το αγόρι δεν τα ήκουεν αυτά. — Γρηά θέλω, και νάνε ζαρωμένη γρηά! Νάχη και πετμέζι!

«Εσ' είσαι ο μόνος, Άδωνι, από τους ημιθέους »που και στον Άδη κατοικείς κ' έρχεσαι και στον κόσμο. »Άλλος κανείς τη χάρη σου, μηδέ κι ο Αγαμέμνων, «μηδέ κι ο Αίας ο ήρωας, μηδέ κι αυτός ο Έκτωρ »ο πρώτος απ' τα είκοσι παιδιά πούχε η Εκάβη, »μηδέ κι αυτός ο Πάτροκλος, μηδέ κι αυτός ο Πύρρος »που νικητής εγύρισε πέρ' από την Τρωάδα, »μηδ' οι παλαιικώτεροι Λαπίθαι, μηδ' εκείνοι »του Δευκαλίωνος οι γυιοί, μηδέ κ' οι Πελοπίδαι »και μηδ' ακόμα οι Πελασγοί που κατοικούσαν στο Άργος, »μηδέ κανένας απ' αυτούς δεν είχε τέτοια χάρη. »Συμπάθησέ μας, Άδωνι, κ' έλα του χρόνου πάλι »και δείξου μας χαρούμενος και καλοκαρδισμένος. »Πάντα καλοδεχούμενος θε νάνε ο ερχομός σου

ΦΛΕΡΗΣΛέλα! ΛΕΛΑΆκουσέ με. Αχ! θεέ μου, κάποιος έρχεται. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣ και οι παραπάνω. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΟρίζεις τίποτε, κύριε Τάσσο; Θα κατεβώ ως κάτω να πάρω την κυρία Δώρα. Όπου νάνε θα γυρίση η κυρία Δώρα .. . ΦΛΕΡΗΣΠήγαινε, Αργύρη. Καλά. Αν θέλη να μείνη ακόμα η κυρία Δώρα με τα κορίτσια, πες της πως είπα να μείνη.

Δεν εφαίνετο νάνε πολύ πιωμένος, παιδί μου· και πού βρεθήκανε τα χιόνια; Ο δρόμος ανοιχτός όλος πέρα-πέρα . . . . Ολίγο πατημένο χιόνι δω εκεί . . . . Καμπόσο χιόνι έχει μοναχά στα ψηλώματα. Και πού τα ίδετε σεις τα χιόνια; Να βλέπατε στον καιρό του παππού μου, που ήμουνα μικρό κορίτσι, δύο μπόια, τρία μπόια χιόνι . . . . Μας σφράγιζε μπροστά την πόρτα, ίσα με το ανώφλιο, δυο οργυιαίς.

Όλη την ημέρα κάθεται στην κάμαρή της και φροντίζει για τη ψυχή της, προετοιμάζεται για καλόγρηα. ΝΙΚΟΣΑν ήξερα, κύριε Φλέρη, πως θα γίνω αφορμή να τη μαλλώσετε . . . ΦΛΕΡΗΣΚάνατε πολύ καλά. Ένα κορίτσι πρέπει νάνε κορίτσι. Έχει καιρό να φροντίση για τη σωτηρία της ψυχής της . . . ΜΙΣΤΡΑΣΔιάβολε!. Πάει να πη, κοκκώνα μου, πως για τη ψυχή του κανένας φροντίζει μαζή με τη διαθήκη του.

Και μόνον ενός οικίσκου την σκοτίαν δεν εφώτισε του Πάσχα η λαμπάς. Ούτε ηκούσθη εν αυτώ το ηδύμολπον Χριστός Ανέστη, αν και διαβάται τινές διερχόμενοι και βλέποντες την μαύρην εκεί σκοτίαν εσταματούσαν ακροώμενοι ήχον τινα αμυδρόν ως άσματός τινος αμόρφου, ως ήχου τινός εκκλησιαστικού δυσδιακρίτου, και παρήρχοντο διερωτώντες αλλήλους: — Πώς νάνε τάχα ο μπάρμπα-Κώστας!