United States or Gambia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Αν τα ξέρει, πώς μπορεί να κατηγορήση τον Αργύρη τον Εφταλιώτη για πράματα που πρώτος τα φταίει, αφού θαρρεί πως είναι φταίξιμο, ο Κωσταντίνος ο Μεγάλος; Ή μήπως τα ξέρει, και μας λέει άλλα κι ανακατέβει στο ζήτημα καθολικούς και προπαγάντες, για να μας στάξη φαρμάκι περισσότερο, κ' έτσι, αν μπορεί και δίχως να φαίνεται, να μας τα κάμη όλα φαρμάκι, ως και το ζήτημα; Τότεςδε θέλω πολλά να πω και το λέω χωρίς πίκρα καμιάτέτοιοι τρόποι δε μου φαίνουνται όμορφοι, είναι λίγο επιστημονικοί, και θαρρώ πως καλά θα κάμη να το συλλογιστή ο κ.

Το Γιάννη το Νυφιώτη, και τον Αργύρη της Μυλωνούς, τους έκλεισε το χιόνι απάν' στο Κάστρο, τ'μ πέρα πάντα, στο Στοιβωτό τον ανήφορο· τ' ακούσατε;

Η δευτέρα ζυγιά των παιδιών έφθασε μετ' ου πολύ, είτα η τρίτη και η τετάρτη. Όλα τα ομοιοπαθή παιδία δεν ήργησαν να συνεννοηθώσιν ομού. Τέλος ο Στάμος, όστις ήλθε τελευταίος μετά του Αργύρη, επρότεινε και όλοι εψήφισαν να εκτελέσωσι τακτικήν νυκτερινήν έφοδον κατά της οικίας.

Είναι, λέει, φίλος στενός της δημοτικής, και του φαίνεται η καθαρέβουσα «κατάψυχρη μούμιαΌσο φίλος όμως κι αν είναι της δημοτικής, δε μοιάζει μεγάλη φιλία νάχη μήτε για μένα μήτε για τον Αργύρη τον Εφταλιώτη μήτε για κανέναν από μας.

Της έδοσε μια παρηγοριά της δύστυχης και την είπ' Αργύρη την παρηγοριά της. Τον τάγιζε φιλιά, οπού λες, και τον πότιζε μόσχο να μεγαλώση. Με καιρό εμεγάλωσε ο Αργύρης. Έπαιρνε τη φλογέρα του κάθε αβγή κ' επάγαινε κ' ελουζόταν αγνάντια στο Βαθυλάκωμα που το λέμε.

Μια γλώσσα κανείς να ξέρη και του φτάνει. Η Αλεξάντρα Παππαδοπούλου και κείνη με χάρη τα λέει. Κι ο Μάνος; Αχ! το κακό το παιδί! Θησαβρούς μέσα του κρύφτει και δεν τους βγάζει. Είμαι μαζί του θυμωμένος, γιατί μπορεί ό τι θέλει να γράψη και να καλογράψημα δε θέλει. Τι να πω τώρα για τον Αργύρη, για τον Αργύρη μας το χρυσό; Ήθελα να ξέρω τι του λείπει. Έχει γλώσσα, τέχνη έχει.

ΥΠΗΡΕΤΗΣΜια κυρία απ' την Αλεξάνδρεια που κάθεται στο άλλο ξενοδοχείο. Ήρθε να ρωτήση τι ώρα θα γίνη η παράσταση.... Λοιπόν. Ευχαριστώ Αργύρη. Εγώ πάω να συγυρίσω τις κάμαρες. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΓια την κάμαρη του αφέντη μη λάβης τον κόπο. Το κρεββάτι του είναι όπως τώστρωσες. Ο αφέντης δε κοιμήθηκε τη νύχτα. ΥΠΗΡΕΤΗΣΚαι τι έκανε; Κυνηγούσε τα κουνούπια; Για τις κατσαρίδες; Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΞέρω γω.

Πιάνει και κλαίει και λιγάν τα πόδια της και λιγοθυμάει. Και πιάνει και παίρνει αλέφκαντο το πανί, και κρύβει στον κόρφο της τη φλογέρα. Γέρνει μάτα στο χωριό. Γέρνει στο χωριό και πάει στο ρημάδι της. Πάει στο σπιτικό της κι ανοίγει, κλαίοντας την πόρτα. Τηράει, και τι να ιδή! Τον Αργύρη της μέσα.... — Χάι! Ψαρή μ' περπάτα· χάι! οκνιάρη, ντέεεε!...

Ημέρα την ημέρα καμιά φορά μπήκε Μεγαλοβδόμαδο. Τ' Αργύρη η μάνα πρόσμενε μαγωνιά μεγάλη και χαρά τρανή, νάρθη η Μεγάλη Λαμπρή, για να δεχτή το χαιρετισμό του γιου της· να λάβη κ' είδηση για τον Αργύρη της τον ακριβό. Του Νάκο-Μήτρα το χωριό εσήκονε τόρα μεγάλη Ανάσταση. Οι καμπάνες της μικρής του εκλησούλας έστελναν τον αχό τους πέρα περιανά κι αντιλάλαε ο κάμπος.

Εγώ έλεγα πως θα τη βρω εδωπέρα. ΦΛΕΡΗΣΑιωνίως μου φέρνεις τέτοια νέα. Αιωνίως. Μ-ΑΡΓΥΡΗΣΤι φταίω εγώ; ΦΛΕΡΗΣΜε κυνηγάει λοιπόν αυτή η γυναίκα; Δεν ξέρει πως δεν πρέπει να με ιδή; Γιατί λοιπόν μούδωκε το λόγο της; Αγκαλά λόγο περιμένεις απ' τις γυναίκες του είδους της! Φταίω γω που την πίστεψα αλλοιώτικη! . . . Τώρα τρέχει πίσω μου, μου κόλλησε σαν κολιτσίδα .. . Άκουσε, Αργύρη.