United States or France ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και νάχη και την κακολογιά του κόσμου, νάχη και την κακολογιά της ίδιας της γυναίκας του. Να μην ξέρη ο ίδιος πώς να πιαστή και πού ναβρή άκρη.

Για να πιάση ένας λαός να μελετήση τη γλώσσα του, δεν είναι ανάγκη αφτή η γλώσσα νάχη γενική επιστημονική αξία. Του φτάνει που είναι γλώσσα του. Μάλιστα όταν αφτή η γλώσσα είναι η γραικική, ο καθένας, κι ας μην είναι Γραικός, θα θελήση να τη μάθη.

Αλλά τι λοιπόν; τον ηρώτησα. — Όλοι τα γνωρίζουν όλα, εφόσον γνωρίζουν και ένα μόνον πράγμα. — Δόξα νάχη ο θεός! τώρα το βλέπω, Διονυσόδωρε, πως ομιλείτε επί τέλους εις τα σοβαρά, και εισηκούσθησαν τέλος πάντων αι παρακλήσεις μου· αλήθεια λοιπόν τα γνωρίζετε όλα εσείς; την ξυλουργικήν παραδείγματος χάριν, την βυρσοδεψικήν; — Μάλιστα, μου απεκρίθη.

Του κάκου· μαζί να ξαναπάμε· ν' ανεβούμε τότε και στα Σφακιά, ν' ακούσουμε και τα χαριτωμένα τραγούδια τους, αφού οι "μπαρουθιέςτους παν πια και πάνε, δόξα νάχη ο Θεός.! Το θυμάσαι το λιανοτράγουδο; Το κυπαρίσσι ρέγουμαι, το μυρισμένο ξύρο, Οπού σου μοιάζει, μάθια μου, στο μάκρος και στο ψήρο. — Καθώς βλέπω, δουλειά δε θα κάμουμε, λέει ο φίλος ανυπόμονα.

Βλέποντας ο Λέοντας πως μπορούσε να καταντήση και φανερή, και θέλοντας νάχη δικούς του ανθρώπους, σκαρώνει με τρόπο μεγάλη και δυνατή φρουρά από βουνήσιους Ισαύρους, φυλή της Μικρασίας ξακουστή για την αντρειωσύνη της· μέτρο που μονάχο του σώνει να μας δείξη τι πήγαινε να πη Λέοντας, μια και στοχαστούμε πως το γερμανικό, δηλαδή το γοτθικό το στοιχείο δεν πολυσύφερνε να φουντώνη ολομόναχο στην Πρωτεύουσα, μέσα και να φοβερίζη κάθε λίγο την ειρήνη, καθώς τώρα με τον Ασπάρη, παρά χρειαζότανε κι άλλο στοιχείο να τους συμμαζεύη.

Να σάςε ζήση η νεοφώτιστη, είπε προκύψασα από το πανωπόρτι μία γραία γειτόνισσα, ήτις ευρισκομένη εις την εκκλησίαν ήκουσε και αυτή ότι το παιδί τωνόμασαν Αχλαδία. Πράγματι δε κάτι τοιούτον είχε συμβή. Επειδή ο Μανώλης εδυσκολεύετο να συγκρατήση εις την μνήμην του το ασυνήθιστον όνομα, η αδελφή του, μετά πολλά μάταια πειράματα, του είπε νάχη στο νου του την «αχλαδιά», διά να το θυμηθή.

Αν τα λένε, θα πη πως η καθαρέβουσα του κάκου πολεμά και πως τους νεκρούς τους τύπους της, μια και τους μάθη ο λαός, αμέσως τους ζωντανέβει. Ποτέ της μάλιστα η καθαρέβουσα, ό τι κι αν κάμη, δε θα κατορθώση νάχη το φυσικό ύφος που έχει η δημοτική μας, όσο τεχνητή κι αν τη λένε.

Εσένα θα σε ζουλέβουν όλες οι γυναίκες, γιατί πλούτη κι αρχοντιά η καθεμιά μπορεί νάχη· μπορεί νάχη η καθεμιά καρδιά μεγάλη και μεγάλο νου· η καθεμιά δεν μπορεί νάχη αθάνατη δόξα σαν και σένα.

Είναι, λέει, φίλος στενός της δημοτικής, και του φαίνεται η καθαρέβουσα «κατάψυχρη μούμιαΌσο φίλος όμως κι αν είναι της δημοτικής, δε μοιάζει μεγάλη φιλία νάχη μήτε για μένα μήτε για τον Αργύρη τον Εφταλιώτη μήτε για κανέναν από μας.

Αυτός ο λόγος άρεσε του Κακαμπό· είναι τόσο ευχάριστο να τρέχη κανείς στον κόσμο, νάχη υπόληψη στους συμπατριώτες του, να διηγέται με στόμφο ό,τι είδε στα ταξίδιά του, ώστε οι δυο ευτυχισμένοι αποφασίσανε να μην είναι πια ευτυχισμένοι και να ζητήσουνε την άδεια από τη μεγαλειότητά του να φύγουνε.