United States or Antigua and Barbuda ? Vote for the TOP Country of the Week !


Η Χαδούλα μετεχειρίσθη ό,τι ίσχαιμον εγνώριζεν, ίσως τον «αιμοστάτην» αν είχε, κ' επέδεσε την πληγήν, Μετ' ολίγον έπαυσε το αίμα. Η Αμέρσα είχεν αδυνατήσει οπωσούν, αλλά ήτο ισχυρά, θαρραλέα, και δεν εφοβείτο. Πράγματι μετ' ολίγας ημέρας, χάρις εις τας φροντίδας της μητρός της, επουλώθη το τραύμα. Η Φραγκογιαννού ποτέ δεν θα εκάλει τον ιατρόν.

Μόνον είς φεγγίτης με ύαλον υπήρχε προς τα άνω, αλλά διά να φθάση ως εκεί επάνω η Φραγκογιαννού, διά να στηλώση το ανάστημά της και ίδη αν ήτον άνθρωπος μέσα, έπρεπε ν' ανέλθη τας δύο ή τρεις βαθμίδας, και να φθάση εις το μικρόν, άφρακτον σανίδωμα, το καλούμενον «χαγιάτι».

Έπλεεν εξ ανατολών κ' επλησίαζε προς τον έρημον βράχον, εις το άσυλόν της. Η Φραγκογιαννού ησθάνθη σκίρτημα ελπίδος μέσα της. Εκρύβη όπισθεν της κορυφής του βράχου, διά να κατοπτεύση και ίδη αν θα εγνώριζε τους επιβαίνοντας. Όταν η φελλούκα επλησίασεν, είδεν ότι είς εκ των τριών επιβατών της, όστις έσυρε την «συρτήν» από της πρύμνης, εφόρει στρατιωτικήν στολήν.

Η Φραγκογιαννού εγκατεστάθη, όπως και την προλαβούσαν νύκτα, σιμά εις την γωνίαν της εστίας, όπου εύρε και το καλάθι της. Εξάναψε την φωτιάν, έβαλε νερό στο 'μπρίκι, και κατεγείνετο να βράση βότανα, το οποία έβγαλε από τον κόλπον της.

Επί πολλάς νύκτας η Φραγκογιαννού δεν είχε δώσει ύπνον εις τους οφθαλμούς της, ουδέ εις τα βλέφαρά της νυσταγμόν, αγρυπνούσα πλησίον του μικρού πλάσματος, το οποίον ουδ' εφαντάζετο ποίους κόπους επροξένει εις τους άλλους, ουδέ πόσα βάσανα έμελλε να υποφέρη, εάν επέζη, και αυτό.

Πού να βρεθή το πετμέζι, γυιε μου; είπεν η Φραγκογιαννού. Μεθαύριο να μαυρίσουν τα σταφύλια στ' αμπέλι, να τα τρυγήσουμε, να κόψουμε τα ξεκούδουνα απ' τα κλήματα, να κάμουμε πολύ-πολύ πετμέζι, να φάη το καλό παιδί. Πώς σε λένε; — Γιώργη τόνε λέμε, θεια, είπε το μεγαλείτερον κοράσιον. — Εσένα; — Δαφνώ. — Κ' εσένα; ηρώτησεν η Γιαννού το μικρότερον κοράσιον. — Ανθή. — Να ζήσετε!

Η γραία εκοιμάτο, αλλά δεν άργησε να εξυπνήση, κ' ελθούσα ήνοιξε την θύραν, χωρίς, αυτήν την φοράν, να ερωτήση τις είναι, ίσως διότι ήτο μισοκοιμισμένη κ' ενήργει ως εν υπνοβασία μηχανικώς, ή είχε την εντύπωσιν ότι ουδείς άλλος ηδύνατο να είναι ειμή ο γαμβρός της. Η Φραγκογιαννού έσπευσε να εισέλθη. — Το κοφίνι μ' πλειό, ξέχασα απ' τη βία μου, εψές, είπε. Το είδες; Είναι πουθενά; Πού τώχεις;

Την δευτέραν ημέραν η Φραγκογιαννού είχεν ενοχληθή μεγάλως από τα τρεξίματα, τους θορύβους και τα καμώματα ενός σμήνους μικρών παιδιών και κορασίων, τα οποία εισήλαυνον εντός της αυλής κ' εθορύβουν.

Και την ιδίαν στιγμήν, ως διά να επικυρωθή ο λόγος της, της ήλθε πράγματι λιποθυμία. Έκαμε ωχ! σφίγγουσα τους οδόντας κ' έκυψε κάτω. Οι δύο άνθρωποι της εξουσίας συγκινηθέντες, εκυττάχθησαν, και ο πρώτος είπε·Μα, πού είν' η μάνα της; Ως υπακούουσα εις την πρόσκλησιν ταύτην, έφθασε τρέχουσα η Φραγκογιαννού.

Κοντά το μεσημέρη, η Γιαννού έστειλε την Κρινιώ στο σπίτι, διά να φέρη ψωμί και φάβα, την οποίαν είχεν ειπεί ότι θα έβραζεν η Αμέρσαήτις είχε πάντοτε τον αργαλειόν της εις το σπίτι, και δεν συνείθιζε να λαμβάνη μέρος εις την πλύσιν και άλλας εξωτερικάς εργασίαςδιά να γευματίσουν. Η Φραγκογιαννού έμεινε προς ώραν μόνη, εξακολουθούσα να πλύνη.