United States or French Southern Territories ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κι’ ο Κωσταντής, λαβαίνοντας το μήνυμα της Κόρης, Της έστειλε γι’ αντιλογιά φλωρί κωσταντινάτο , Εκάλεσε τους φίλους του και τη γενιά του όλη, Κι’ έστησε γάμο και χαρά και μέγα πανηγύρι, Και κίνησε χαρούμενος, γαμπρός καμαρωμένος, Με φλάμπουρο και με βιολιά και χίλιους καλεσμένους. Και πάη να πάρη ταίρι του τη λυγερή Χρυσάιδω.

Εφαινότανε γελαστός και χαρούμενος, αν όμως κανένας επρόσεχε θα εδιάκρινε κάποια ανησυχία στα κινήματα και περισσότερο στα μάτια του τα κατάμαυρα που, κάτω από τα πυκνά του φρύδια, εβυθιζόντανε, πότε πότε, στη σκοτεινιά μέσα, σαν να τηνε διαπεράσουν. Οι χωρικοί επέσανε στα φαγιά με λύσσα, χωρίς όμως ν' αφήκουν και την κουβέντα.

Μα δεν έμειναν διά πολύ εις αυτές τες φαντασίες, με το να είδαν τον Δερβύσην ύστερον από μίαν ώραν να γυρίση προς αυτές χαρούμενος, και με τα χείλη γελούμενα τες είπεν· ευχαριστίαν να έχη ο ουρανός· η Μερχάνη δεν ημπορεί πλέον να μας βλάψη. Και τούτη η τοποθεσία, που η σκληρά με τες μαγείες της την έκανε φοβερωτάτην, έγινε γαληνή και άφοβη εις καθένα.

Ήτο πολύ πτωχός ο κυρ Σταμάτης· είχε την καλύβα του εκεί κοντάτην ακροθαλασσιά, κατοικούσε εις αυτήν με την Φωτεινήν και την Βασιλικήν, μεγαλυτέραν αδελφήν της, και με την καλήν των μητέρα, η οποία εκείνας τας ημέρας είχεν αποκτήσει ένα μωρό, τον χαϊδευμένον απ' όλους Γιαννάκην. Χαρούμενος έφυγε το πρωί ο κυρ Σταμάτης, αλλά πόσον δυστυχής επέστρεψε το βράδυ!

Έτσι είπε του Πηλέα ο γιος, και πάει και του απιθώνει στα χέρια το φλουρί, κι' αφτός χαρούμενος το πήρε. Κατόπι βάζει μια χοντρή ατογιομάτη σφαίρα, 826 που πριν την έρηχνε ο Αητιός, αφέντης αντριωμένος· μα σαν τον έσφαξε ο γοργός γιος του Πηλιά, την πήρε κι' εκεί την έφερε έπειτα με τ' άλλο πράμα αντάμα.

«Εσ' είσαι ο μόνος, Άδωνι, από τους ημιθέους »που και στον Άδη κατοικείς κ' έρχεσαι και στον κόσμο. »Άλλος κανείς τη χάρη σου, μηδέ κι ο Αγαμέμνων, «μηδέ κι ο Αίας ο ήρωας, μηδέ κι αυτός ο Έκτωρ »ο πρώτος απ' τα είκοσι παιδιά πούχε η Εκάβη, »μηδέ κι αυτός ο Πάτροκλος, μηδέ κι αυτός ο Πύρρος »που νικητής εγύρισε πέρ' από την Τρωάδα, »μηδ' οι παλαιικώτεροι Λαπίθαι, μηδ' εκείνοι »του Δευκαλίωνος οι γυιοί, μηδέ κ' οι Πελοπίδαι »και μηδ' ακόμα οι Πελασγοί που κατοικούσαν στο Άργος, »μηδέ κανένας απ' αυτούς δεν είχε τέτοια χάρη. »Συμπάθησέ μας, Άδωνι, κ' έλα του χρόνου πάλι »και δείξου μας χαρούμενος και καλοκαρδισμένος. »Πάντα καλοδεχούμενος θε νάνε ο ερχομός σου

Ωσάν γαμβρός! Θα είμ' εγώ χαρούμενος!... Ελάτε! Είμαι ο Ληρ, ο βασιλεύς! Το 'ξεύρετε, παιδιά μου; ΑΞΙΩΜ. Ναι, είσαι συ ο βασιλεύς κ' ημείς πιστοί σου δούλοι. ΛΗΡ Ώστε δεν εχαθήκαμεν ακόμη! Ελάτε λοιπόν, να τρέξωμεν, κι' όποιος με πιάση! Σα, σα, σα, σα! ΑΞΙΩΜ. Φρικτόν κανείς να το ιδήτον πλέον τιποτένιον, αλλ' όταν είναι βασιλεύς... δεν το εκφράζουν λόγια!

Είτανε τόσο χαρούμενος που μαζευόμαστε όλοι τριγύρω του, άμα γινότανε κάτι κ' η κρυσταλλένια φωνή του και το ξάστερο γέλιο του αντηχούσανε σ' όλο το σπίτι. Τρέχαμε γύρω του γιατί θέλαμε να δούμε πώς λάμπανε τα μάτια του, πώς τα μικρά λευκά του χέρια σαλεύανε από ευχαρίστηση, γιατί θέλαμε να δούμε όλη την αστραφτερή αυτή παιδιάτικη χαρά, που πλημμυρούσε με ήλιο την καρδιά μας.

Έβγαινε ο Άρειος από το Παλάτι χαρά χαρούμενος και καμαρώνοντας που είχε πια τη Βασιλική προστασία. Της Πρόνοιας όμως την προστασία δε φαίνεται να την είχε. Εκεί που διάβαινε από τους δρόμους της Πρωτεύουσας με μεγάλη παράταξη, τούρχεται φυσική ανάγκη και μπαίνει σε κατάλληλο μέρος. Κι όντας εκεί έσκασε κι απόμεινε ξερός. Φώναξε τότες ο όχλος πως είταν η θεία δίκη.

Εκείνος έκανε νόημα πως ναι, έπειτα σκέπασε το κεφάλι με το χράμι και εκεί κάτω του φαινόταν πως ήταν κιόλας νεκρός, αλλά, παρόλα αυτά, χαρούμενος για την καλή τύχη των κυράδων του. Και η Νοέμι σηκώθηκε νωρίς.