United States or Grenada ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΙΟΚΑΣΤΗ Εσύ όμως όλ’ αφίνοντας ετούτα, εμένα άκουσε τι θενά σου πω° ποτέ κανένας θνητός δεν ημπορεί μαντεία να κάμη° των λόγων τούτων φανερόν άκου μαρτύριον: ήλθε χρησμός απ’ τους Δελφούς κάποτε στον Λάιον, όχι από τον Απόλλωνα αλλ’ από κάποιον θεράποντά του, λέγοντας πως πεπρωμένον να σκοτωθή από το παιδί που θα εγεννάτο από τους δυό μας.

ΦΙΛ. Ευχαρίστως, αφού από τώρα είμαι μετέωρος και κρέμομαι από τα χείλη σου και ανυπομόνως περιμένω το τέλος της διηγήσεως. Μάλιστα σε παρακαλώ να μη με αφήσης κρεμάμενον από τ' αυτιά εις το μέσον της διηγήσεως. ΜΕΝ. Άκουσε λοιπόν, διότι δεν είνε ευγενές ν' αφήση κανείς ένα φίλον του με το στόμα ανοικτόν και μάλιστα, όπως συ λέγεις, κρεμάμενον από τ' αυτιά.

ΦΛΕΡΗΣΞέρω τι λέω εγώ, γιατρέ. Έχω το σκοπό μου. Μα τι έχεις, γιατρέ; Εσύ είσαι δακρυσμένος. ΜΙΣΤΡΑΣΤίποτε δεν έχω, τίποτε. Όλη αυτή η ιστορία με συγκίνησε. Σα γεράση κανένας κλαίει σαν το παιδί. Άκουσε όμως. Μη ζητάς καινούργιες συγκινήσεις. Μη. . . ΦΛΕΡΗΣΑδύνατο. Θα κάμω αυτό που θέλω. Πρέπει να ιδώ τη Λέλα αμέσως. ΜΙΣΤΡΑΣ — Α! επί τέλους δεν είναι λόγια αυτά! Είσαι παιδί.

Δική της ήτον η φωνή που άκουσε η Λιόλια μες τον ύπνο της ή της Βεργινίας πούχε κατεβή από το κρεββάτι της κ' είχε ανοίξει σιγαλά την ακκουμπησμένη πόρτα ; Παναγία μου!

Η υψηλότης σου, ω βασιλέα μου, ημπορεί να στοχασθή ποίας λογής εστάθη η έκστασις του βασιλέως της Γάζνας, οπόταν άκουσε πως αυτός ήτον χωρίς να ηξεύρη πενθερός του Μωάμεθ.

Είπε, κι' εκείνος άκουσε την προσταγή του Δία, και χύθη κάτου απ' τα βουνά της Ίδας σαν αγιούπας, σα φασσοφάγος άφταστος πούναι στον κόσμο απ' όλα το πιο γοργόφτερο πουλί.

Μα είνε σοφός! μεγάλος σοφός! Και μας αγαπάει, ου! μας αγαπάει φοβερά! Αν μπορούσε, λέει, θα ρχότανε να πεθάνη στα χώματά μας. — Για να σε ματοχειλίζη συχνότερα· εμουρμούρισε ο Κουτρουμπής από το λάκκο. Ο Αριστόδημος δεν άκουσε ή κι αν άκουσε δεν έδωκε προσοχή. Πήδησε μέσα κι άρχισε νευρικά να πετάη χώματα. Στην κατάσταση που ήταν έμοιαζε με βρυκόλακα π' ανασκαλίζει τον τάφο των γονιών του.

Τίποτε, Μεγαλειότατε, μα την αλήθεια, που να μη μπορής να το ιδής με τα μάτια σου και να τ' ακούσης με τ' αυτιά σου. Κύτταξε, άκουσε, ωραίε Βασιληά. Ίσως είναι ακόμη καιρός. Απεσύρθησαν, και με χαρά τον άφησαν να καταπίνη το φαρμάκι. Ο Βασιληάς Μάρκος δε μπόρεσε ν' αντισταθή στον πειρασμό. Αθέλητα κατασκόπευσε τον ανηψιό του, παραμόνεψε τη Βασίλισσα.

Ο γέρος έπαρχος ήρθε βιαστικά έφιππος μόλις άκουσε την είδηση· εφίλησε τον ετοιμοθάνατο με τα πιο θερμά δάκρυα. Οι μεγαλύτεροί του γυοί ήρθαν αμέσως πεζή, εγονάτισαν μπρος στο κρεββάτι για να εκφράσουν τη μεγάλη λύπη τους, του εφίλησαν τα χέρια και το στόμα, και ο πιο μεγάλος, που πάντα περισσότερο τον αγαπούσε, εκόλλησε τα χείλια του έως ότου κείνος ξεψύχησε και τον έβγαλαν με τη βία.

Και είδεν εκεί ο τσεσμελής την μακαρίτισσαν, την ίδιαν την κυρά-Λιμπέριαινα, αδύνατην και ξηραγγινήν ως ήτο, αλλά χαρούμενην και καλοκαρδισμένην, και άκουσε μίαν γλυκυτάτην φωνήν, σαν σβύνουσαν μουσικήν, σαν ουράνιον ψαλμωδίαν, εις τα ύψη επάνω: — Δεξιά και αριστερά, παιδί μου! Σημ. Το παρόν διήγημα ανεδημοσιεύθη πολλάκις, και εις το αναγνωστικόν βιβλίον Ι. Πολέμη.