United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Μα σαν τον είδε ο ξακουστός γιος του Λυκά στον κάμπο 95 που σάρωνε έτσι ανέμποδος τα τάγματα μπροστά του, τεντώνει απάνου του γοργά το γυριστό δοξάρι, κι' εκεί στον ώμο το δεξύ, στου τσαπραζού τη χούφτα, καθώς ορμούσε τον βαράει. Κι' η κοφτερή σαΐτα μέσα πετάει κι' αντίπερα προβάλλει, και το αίμας 100 πασπάλιζε του τσαπραζού τη μεταλλένια χούφτα.

Τους άφησα μαζωμένου, στην αυλή του εργοστάσιου να παρηγορούνε τις γυναίκες τω σκοτωμένωνε, που τρέξανε στο φοβερό μήνημα και δέρνουνται και ξεμαλλιάζουνται απάνου στις καμένες σάρκες, που βγάλανε οι άλλοι εργάτες από τις χαλασμένες μηχανές. Γίνεται κ. Φιντή ένα κακό, ένα κακό . . .Εγώ προσπάθησα να τους ησυχάσω μα δεν το κατώρθωσα. Έτρεξα να σας τα προφτάσω αυτά, για να τα ξέρετε πριν πάτε κει.

Κι' αυτός ανεβασμένος στο σπίτι για να πιή το ρακί ύστερ' από τ' ολόβολο μεροδούλι του, ακούμπησε στο παραθύρι για λίγο, και κυττάζοντας από κει τα βουνά απάνου ντυμένα με τη βασιλική τους πορφύρα, ξεχάστηκε αγάλια αγάλια. Ξάφνου γροικάει στην αυλή φωνή. — Μάνα, . . . πούνε ο Λάμπρος; Ήτον η φωνή του παιδιού του, μισοκομένη φωνή, βγαλμένη απ' τ' αλαφιασμένα στήθια. — Τ' έπαθες μωρέ Φώτο;

Ο γέρο Μπάρδας κάθεται σε στρουγγολίθι απάνου Με το πλατύ το πόσι τον, με το μακρύ ραβδί του, Με την χοντρή σου σάρικα πώχει πυκνόν το φλόκο, Με τους εφτά του τους υγιούς, με τους εννιά γαμπρούς του, Κι' όλο τηράει τα πρόβατα και λέει για το καθένα: — Τήρα σαργιά πώχ' η χελιά, τήρα ποκάρι η κούλια, Τήρα την στερφοκάλλεσα ρούντο μαλλί που βγάζει, Η μονοβύζα η καψαλή τήρα κολτσίδες πώχει.

Κι' απάνου τότε ο Κάρχας σηκώθη, ο πιο βαθύτερος απ' τους προφήτες όλους που κάτεχε όλατωρινά, στερνά, και περασμένα70 και με τη μαντοσύνη του, που ο γιος του Δία ο Φοίβος τον προίκισε, έδειξε της Τριάς το δρόμο στα καράβια.

Κι' ήβρε εκεί το γιο της που πεσμένος στα στήθια απάνου του νεκρού πικρόλαλα θρηνούσε, 5 κι' ένα σωρό συντρόφοι του μοιρολογούσαν γύρω.

Κι εκείνος με το χέρι αμπώχνει τ' αρχοντόπουλο αλάργα από κοντά του· κι' ο Αγαμέμνος μια ακόντια του ζάφτει στο λαγγόνι και τον ξαπλώνει ανάσκελα, και βάζοντας το πόδι στα στήθια απάνου, όξω τραβάει το φράξινο κοντάρι. 65

Κι άξαφνα χωρίς να του κάνουμε τίποτα, έρχεται στην ώρα την πικρή, στο χειμωνιάτικο εκείνο μεσημέρι και μου λέει με την ίδια του φωνή. — Φεύγω τώρα.... Κ' έφυγε στ' αληθινά πέταξε ήσυχα, ανάερα και πήγε να στολίση την κούρνια του οχτρού μου! Έφυγε ήσυχα, γλυκά, χωρίς να ρίξη κάνε τ' αστροπόβολο απάνου μου, να κάψη το κορμί πριν γνωρίση τα μαύρα τα μελλάμενα.

Και τον ξεχωρισμό τούτο φανερώνει και το χαριτωμένο τραγούδι, που γεννήθηκ' εκεί σε παλιά χρόνια κι' ακόμα ζη αθάνατο κι άγγιχτο από στόμα σε στόμα: Στα Γιάννινα είν' η ώμορφες, στην Άρτα η μαυρομμάτες Και στην καϋμένη Πρέβεζα κοντούλες και γιομάτες. Όλες αυτές η ηπειρωτικές μορφές είχαν συμμαζωχθή την ημέρα εκείνη απάνου στα πλατιά της Καστρίτσας χαλάσματα.

Κι' αφτός τους γιους του πρόσταξε να βγάλουν τα μουλάρια με στέριο κάρο, και κουτί απάνου ναν του δέσουν. 190 Απέ στη μοσκομύριστη κατέβηκε αποθήκη, πλατιά κεδρένια, που σωρούς πολύτιμα χωρούσε.