United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Σου χαρίζω την Μπαμπέττα, αν μου χαρίσης ζωντανόν τον αετιδέα! . . . είπεν ο μυλωθρός και εγέλα τόσον, ώστε εδάκρυζαν τα μάτια του. «Αλλά τώρα σε ευχαριστώ διά την επίσκεψιν, Ρούντυ», είπε· «αν εμφανισθής αύριον, αύριον δεν θα είναι κανείς 'στο σπίτι! Αντίο Ρούντυ!». Και η Μπαμπέττα είπε και αυτή αντίο, αλλά με τόσο παραπονιάρικο ύφος σαν ένα μικρό γατάκι, που δεν μπορεί να ιδή την μητέρα του.

Βλέπει ο Μπάκακας το Βόιδι, Και στο χόντρο του αποράει, Το μεγάλο εκείνο σώμα Δε χορταίνει να τηράη. Οχ τα κέρατα ως τα νύχια Το ερευνάει με προσοχή, Κι' αγρηκάει μες την καρδιά του Κάπιας ζήλιας ταραχή. Λέει, κι' εγώ ένα ζώο είμαι· Αμ γιατί έτζι αυτό τρανό ; Αποτί εγώ στον κόσμο Ποταπό κι' ουτιδανό; Και μ' αυτόν το λόγο εβάλθη Το μικρό του το κορμί, Μάκρου πλάτου να φουσκόνη Μ' όση μπόρεγεν ορμή.

Το μικρό σου αφεντικό θέλει να μένει η Γκριζέντα στο σπίτι, να μην περπατάει πια ξυπόλητη, να μην πάει πια στο ποτάμι να πλένει. Εγώ πρέπει να κάνω την υπηρέτρια, αλλά το κάνω με ευχαρίστηση επειδή είναι για την ευτυχία των παιδιών….» «Κύριε ελέησοναναστέναξε ο Έφις. «Αφήστε με κυρά Ποτόι.

Τη φωνή της δε θα την ξεχάσω στη ζωή μου. Η φωνή της! Άκουσες άγγελο να λαλή και με μια λέξη ναπαντήση· «Ναι! ναι! το είδα, το ξέρω· μη γυρέβης άλλο να σου πωΠάει να φύγη και σκουντάφτει το μικρό της το ποδαράκι· κοντέβει να πέση, τη βαστώ. Με καίει ακόμη το πετσί της. — Λέλα, δεν έπαθες τίποτις; Λέλα μου, πες το. — Όχι! όχι! Είναι αργά. — Καλή νύχτα! καλή νύχτα! Λέλα, ύπνο καλό. Κοιμήσου καλά.

Το φαντάζονται ως μικρό θάμνο με λουλούδια κίτρινα, σα φλωρί, και φύλλα άσπρα, σαν ασήμι, και πιστεύουν, ότι δε στεγνόνει ποτέ, σαν τ’ άλλα τα φυτά, ούτε αλλάζει τα φύλλα του. Θεωρείται ως σπανιώτατο φυτό, ότι βρίσκεται σ’ άβατους γκρεμούς, απάτητα σπήλια και μακρυνά κι’ υπέρψηλα βουνά, κι’ ότι κοντά σ’ αυτές όλες τες δυσκολίες το φυλάει κι’ ένας τρομερός Δράκοντας.

Επήγα εις το Μεγάλο Αϊναλή, καθώς μου είπες. — Σου είπα εις το Μικρό Αϊναλή, καρσί εις το Μεγάλο! Τώρα τα ξώδεψα. Επλήρωσα δικαιώματα, φαρικά, ετσουρμάρισα, έδωσα πλάτικατους ναύταις μου, εγέμισα της αποθήκαις κουμπάνια. Ο καπετάν-Καλόγερος τον εμούντσωσε και τον άφησε: — Μπεκρούλιακα! Αυτά διαλογιζομένη η Ξενιώ, επαναλαμβανόμενα απαράλλακτα από κάθε ταξειδιώτην, διήρχετο την ώραν πλέκουσα.

Τέσσερα από τα παιδιά μας τα είχε παρμένα Χάρος. Μας έμνησκαν τρία, η Καλλίτσα, ο Γιάνης, κι ο Κωστάκης, το βυζαστάρικό μας. Για να γλυτώσουμε τα δύο τα μεγαλήτερα από το θανατικό, τα βάζουμε σε παράμερο καλύβι λίγο έξω από το χωριό, κοντά σε μια γυναίκα που είχε και δικά της άλλα τρία παιδιά. Εμείς με το μικρό τον Κωστάκη μείναμε σπίτι. Τότες είταν που ξέσπασε το κακό.

Ένα άλλο παιδάκι της, μικρό, πέντε χρονών, της το έφερεν ο πορτάρης του Κάστρου, νεκρόν φουσκωμένο σαν τουλουμάκι. Είχε καταβή εις την ακρογιαλιάν κάτω χωρίς να το ίδουν, και ώρμησεν αγαλλόμενον σαν γλαρόπουλο, να παίξη ανύποπτον με τα καταγάλανα νερά και επνίγη.

Ο Σβεν είταν ευχαριστημένος που είχε αρραβωνιαστικιά κ' είτανε τωραιότερο θέαμα, που μπορεί να φανταστή κανείς, όταν τα δυο παιδιά πιασμένα χέρι χέρι περνούσαν την αυλή κι ο ήλιος έπαιζε στα σγουρά μαλλιά τους, ή όταν ο Σβεν έσερνε τη Μάρθα στο μικρό της καροτσάκι και γύριζε πίσω αδιάκοπα να τη βλέπη.

Κατά τις δέκα ώρες ο Βέρθερος εφώναξε τον υπηρέτη του. Ενώ ντυνότανε του είπε ότι θα έφευγε σε λίγες μέρες και του έδωσε τη διαταγή να καθαρίση τα ρούχα του και να τα ετοιμάση όλα για δέμα. Τον επρόσταξε επίσης να ζητήση τους λογαριασμούς και μερικά δανεισμένα βιβλία και να προπληρώση για δύο μήνες σε μερικούς πτωχούς το μερίδιό τους, τους οποίους εσυνήθιζε να δίνη ένα μικρό ποσό καθ' εβδομάδα.