United States or Timor-Leste ? Vote for the TOP Country of the Week !


Είναι ώρα που τα ισκιώματα της νύχτας γκρεμοτσακίζονται και φεύγουν από τον απάνω-κόσμο! Κοντεύει να χαράξη! Κοντεύει να βαρέση ο σήμαντρος! Το Μικρό Χωριό αναλαβαίνει λίγο θάρρος. — Δόξα σοι ο Θεός! Τώρα όπου κι' αν είναι θα βγη ο παπάς και θα βαρέση το σήμαντρο! Λάκκισε το ίσκιωμα! — Κικιρίκουουουουου!.. Λαλούν τα πετείνια δεύτερη φορά.

Μίαν εσπέραν, όπου είχε καταβή εις το κατάλυμα μοναχή της, βλέπει έξαφνα την Καντίνα λευκόπεπλον, με το μέτωπον, την ρίνα και τας σιαγόνας σκεπασμένα, με τα όμματα σπινθηροβολούντα, κ' εκάθητο ως καλή οικοκυρά εις την αγκωνήν του ερειπίου, επί τινος λίθου, καπνίζουσα το μικρό τσιμπουκάκι της, και πώς της έπρεπε τω όντι!

Η Βασίλαινα για μια στιγμή τάχασε από τη χαρά της, άμα άκουσε το χαρμόσινο άγγελμα.. ύστερα από λίγο συνήρθε, έτρεξε στην κασσέλλα της, την άνοιξε, έκοψε ένα μικρό φλωρί από την τραχηλιά της, το έδωκε του σχαρηκιάρη, κι' ενώ το σπίτι γένονταν άνω κάτω από τη χαρά, και μικροί-μεγάλοι έτρεχαν τον κατήφορο να δεχτούν τον Ξενιτεμένο, αυτή ξεκρέμασε το ντουφέκι και τες παλάσκες από τον τοίχο και τράβησε κατά το νεκροταφείο, στο μνήμα της δόλιας της Μάννας, κι' εκεί απάνω έρριξε τρία ντουφέκια στην αράδα «μπαμμμπαμμ!» «μπαμμκι' ύστερα φώναξε με όλη τη δύναμη της: — «Μάνναααα! ήρθ' ο Βασίλ'ς

Αχ Αϊμά! εστέναξεν ο Μάχτος. — Μην κλαις, μικρέ μου. — Πού να είσαι; — Τι είνε πώπαθες, μικρέ μου; έλεγεν η Γύφτισσα. — Η Αϊμά πού πάγει; επανέλαβε δεκάτην φοράν ο Μάχτος. — Διατί κάμνεις έτσι, μικρό μου; Πες τι έχεις. — Κ' εγώ ήθελα να της πω, έλεγεν ο Μάχτος χωρίς ν' απαντήση εις την Γύφτισσαν. — Και τι ήθελες να της πης; — Ήθελα να της πω να φυλάγεται. — Τι να φυλάγεται;

Η παινεψιά τούτη ήτανε του Φιλητά. Ο Δάφνης λοιπόν κ' η Χλόη τόνε θερμοπαρακαλούσανε να τους μάθη κι αυτούς την τέχνη και να παίξη σουραύλι σε γιορτή θεού, που αγαπούσε το σουραύλι. Στρέγει ο Φιλητάς, αν και κατηγορούσε τα γερατιά, πως δεν ταφίσανε δύναμη, και πήρε στα χέρια του το σουραύλι του Δάφνη. Μα αυτό ήτανε μικρό για μεγάλη τέχνη, επειδή το εφυσούσε παιδιάτικο στόμα.

Αλλά στην επανάσταση του 1854, όταν μαζύ με άλλα χωριά της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Ήπειρως κάηκε και το Μικρό Χωριό και μαζύ με το Μικρό Χωριό κάηκε και τ' ώμορφο το σπίτι της, έμεινε στους πέντε δρόμους μοναχή, σαν η σταλαμματιά από το δέντρο, κι' είδε κι' έπαθε με τα ξενοδούλια, για να μπορέση να βγάλη τα έξοδα, για να βάλη μαστόρους να χτίση, όχι σαν το σπίτι, πούχε πρώτα με ανώγια και κατώγια, αλλά ένα χαμηλό σπιτάκι, με δυο στιες μονάχα, γιατί δεν είχε τίποτε άλλο, παρά πεντέξη γιδούλες και τρία τέσσερα προβατάκια για να ντυέται και ν' αρταίνεται.

Έγραψα μάλιστα, καθώς και πολλοί άλλοι, ένα μικρό άρθρο για το υστερνό του το μυθιστόρημαDocteur Pascalκαι τα μισοείπα κι αφτά.

Επειδή μικρό πράμα δεν είναι νακούμε ξένους να μας εγκωμιάζουν τον άντρα που εμάς χρέος μας είναι, και κοινός θνητός να τύχαινε, και σατραπικός, και σαρδανάπαλλος, κι όσα άλλα του φόρτωσαν οι προτερινοί, πάλε χρέος μας είναι να τον τιμούμε, και μα την αλήθεια κάτι παραπάνω από κοινό άγιο να τον έχουμε, αφού σ' αυτόν και μόνο χρωστούμε δόξα, σωτηρία, ύπαρξη. ΕΧΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ Βιογραφικά συμπληρώματα

Είχαμε μάθει πως ο καιρός σάρωσε και δω κάθε σημάδι από ό,τι υπήρχε μια φορά και τάλλαξε όλα. Στο μικρό ακρωτήριο, όπου βγήκαμε, κατοικούσε δω και μερικά χρόνια ένας γέρος ψαράς με τη γυναίκα του.

Εκείνη φίλησε τον Αγαθούλη και τον αδερφό της: οι δυο τους τη γριά: ο Αγαθούλης τις ξαγόρασε και τις δυο. Υπήρχε ένα μικρό χτήμα κει κοντά· η γριά πρότεινε στον Αγαθούλη να εγκατασταθούν εκεί, περιμένοντας ώσπου όλοι τους να βρούνε καλύτερη τύχη.