United States or Serbia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και καθώς έβλεπε κανένας τα κρύα γερατειά και καθώς άκουε τόνομά της, μια διπλή ανατριχίλα περέχυνε το κορμί του. Ήτανε ογδόντα χρονών η Δροσούλα κ' είχε το ένα πόδι της στον τάφο. Μα κι' αν της έλεγε κανένας πως θα ξαναγεννηθή και θα ξαναζήση την ίδια της ζωή, θάβαζε γλήγορα και το άλλο πόδι της στο λάκκο να μη ξαναϊδή τέτοια ζωή.

Στο πρώτο της αγκάλιασμα έτριξεν ηδονικά το κορμί του άλλου που θάρθη. Τα χείλη της που κρυφομίλησαν στα πρώτα μου τριαντάφυλλα είπαν «ευχαριστώ» σ' εκείνον που θάρθη. Μούλεγε «σ' αγαπώ» — κι ο λόγος της έφευγε μαζί με τα χελιδόνια τόπους και καιρούς σ' εκείνον που θάρθη. Με περίμενεν ώρες κι' είχεν αγωνία για κείνον που αργεί.

Τρώγανε τα λυσσακά τους να χυμήξουν όξω απ' το καΐκι, ροκανίζανε το παραπέτο με τα δόντια τους, όσο βλέπανε τον Αγγελή μπροστά τους. Εκείνος είχε σταματήσει απάνω στο μώλο και τα φοβέριζε με τα χέρια του, με το κεφάλι του, με τα πόδια, με όλο του το κορμί. Σηκώθηκε ο κόσμος στο πόδι. Απ' τον καφενέ πετάχτηκαν όλοι οι χαζοί και κάνανε γούστο.

Κι’ όσο ανεβοκατέβαιναν τα μάγια απάνω κάτω, Κι’ έβραζεν όλο το νερό και χόρευαν οι χούχλοι, Εχόρευε κι’ η Μάγισσα τρογύρω στην οβίρα, Και φτυούσε μέσα κι’ έλεγε παράξενα τραγούδια, Στους πλειό παράξενους σκοπούς, σαν άγρια μυρολόγια: « Βγάτε από μέσα όλοι, -όλοι-όλοι-όλοι.... » Τρισκατάρατοι διαβόλοι, -όλοι-όλοι-όλοι.... » Και πετάτε με ορμή-μή-μή-μή.... » Στ’ ανερώτευτο κορμί, -μί-μί-μί.... » Την πανώρια Κορασιά, -σιά-σιά-σιά.... » Πώχει πέτρα την καρδιά, -διά-διά-διά.....

Δεν χάνω καιρό, πηδώ μέσα με τα ρούχα μου. Δυο βουτιές κ' έσυρα το παιδί από τη θάλασσα. Έσυρα εκείνο μα εμπλέχθηκα εγώ αλύτρωτος στα δίχτυά της. Από τότε έφυγεν ο ύπνος, η ησυχία, η χαρά από κοντά μου. Εκείνο το θαλασσοβούτημα, το χλιαρό νερό που αγκάλιασε το κορμί μου έσυρε την ψυχή σκλάβα κατόπιν του. Το εθυμόμουν κ' ενόμιζα ρεύμα ηλεκτρικό πως έσερνε στη ραχοκοκκαλιά μου ζεστά φιλήματα.

Δε φταίμε· η μοίρα και τρανός θεός θα σ' αφανίσει. 410 Τι μήτε απ' όκνο κι' άργητα δική μας του Πατρόκλου του πήραν τότες τ' άρματα απ' το κορμί του οι Τρώες. Τρανός θεός τον έφαγε στων μπροστινών τη μέση, του Δία ο γιος και της Λητός, και δόξασε τους Τρώες.

Εφαίνετο σαν να του χάρισε η φύση ς' όλο του το κορμί ασύγκριτην επιδεξιότη και ξεχωριστή δύναμη.

Και καθώς πολεμούσα να σαλέψω, ν' απλώσω τα χέρια, ν' ανοίξω το στόμα, και να φωνάξω πως τακούγω τα σπαραχτικά της τα λόγια, κατέβαιναν άλλα λόγια πιο τρομερώτερα και ταποσβόλωναν το κορμί μου.

Η αγάπη τρέχει αδαπάνητη από τα πλατειά στέρνα του και δροσίζει το φλογερό καμίνι της κακομοιριάς. Οι άπιστοι πιστεύουν και υψώνονται οι ταπεινοί· τυφλούς φωτίζει, χωλούς οδηγεί. Τα Ιεροσόλυμα τις πόρτες τους ανοίγουν να τον δεχθούν στεφανωμένον με βάγια. Σύγκαιρα όμως καρφώνουν τον σταυρό που θα βαστάξη το αβάσταχτο κορμί. Ο φθονερός μαθητής τον παραδίνει με φίλημα.

Δεν έτρεχε στις φλέβες του Κωσταντίνου μήτε Ρωμαϊκό αίμα μήτ' Ελληνικό, κι ως τόσο φεγγοβολούσαν απάνω του και Ρωμαϊκές κ' Ελληνικές χάρες, κι όχι κορμί μονάχα, μα και ψυχή.