United States or Afghanistan ? Vote for the TOP Country of the Week !


Και τώρα που τις ξαναβλέπω τις μαριόλες τις Πολίτισσες, έρχεται στο νου μου μια νόστιμη ιστορία. Σα να τη γουστάρης φοβούμαι. Μα είναι λιγάκι ντροπής ν' αρχίσουμε το πολίτικο το σεριάνι μας με μια διδαχή, και να καταντούμε σε παραμύθια. Θα σου το πω γλήγορα γλήγορα και με μια συφωνία: Να μη μου γυρέψης άλλο παραμύθι στην Πόλη. Ζήτα μου κλάψες όσες θέλεις· παραμύθια όχι.

Φαίνεται ότι είχεν υπάγει, εν συνοδία με άλλας γυναίκας εκεί, διά ν' ανάψουν τα κανδήλια και διά να ίδουν τα εκεί κτήματα, χωράφια έρημα, όπου τα κατεπάτουν εν ακολασία οι γείτονες Α ή Β. — Ώρα καλή σας, παιδάκια μ'. Πετεινό φάγατε; Εύχομαι, Αγάλλο, αρχοντόπουλό μου, γλήγορα να τον φας κι' αγκαλιαστόν με την κόττα. Τούτο εσήμαινεν ευχήν περί προσεχούς αρραβώνος ή γάμου.

Κι όταν όλοι έμαθαν γλήγορα, ότι ο Διονυσιοφάνης βρήκε γιο κι ο Δάφνης ο γιδάρης βρέθηκε αφέντης των γιδιών, έτρεχαν όλοι με τα χαράματα από κάθε μεριά για να χαρούνε μαζί με το παλληκαράκι και φέρνοντας στον πατέρα του χαρίσματα· και πρώτος απ' όλους ο Δρύαντας που ανάθρεφε τη Χλόη.

Διότι αυτοί ζουν συμφώνως με τα πάθη των, και προ πάντων επιδιώκουν το εις αυτούς ηδονικόν και το στιγμιαίον, όσον δε μεταβάλλεται η ηλικία, τόσον και τα ηδονικά μεταβάλλονται. Διά τούτο γλήγορα, γίνονται φίλοι και γλήγορα διαλύουν την φιλίαν. Δηλαδή μαζί με την ηδονήν μεταβάλλεται και η φιλία, αλλά της τοιαύτης ηδονής η μεταβολή είναι ταχεία. Είναι δε και ερωτικοί οι νέοι.

Ο ίδιος ο Σύλλας δεν είταν ακόμα κατεβασμένος στην Ελλάδα, όταν άραζε στον Πειραιά ο Αρχέλαος. Κάποιος άλλος όμως Ρωμαίος αντάμωσε το στρατηγό του Μιθριδάτη στη Βοιωτία, και κει τονέ χαιρέτησε με τρόπο που γλήγορα βρέθηκε πάλε στον Πειραιά. Τέλος ήρθε κι ο Σύλλας. Όσες πολιτείες βοηθούσαν ως τα τώρα τους Μιθριδατινούς, άλλαξαν αμέσως πολιτική και πήγανε με το Σύλλα.

Κι όταν ήταν ώρα να γυρίση πίσω το κοπάδι, φθάνοντας στο ζευγολατιό ιστορεί στη γυναίκα του τα όσα είδε, της δείχνει τα όσα βρήκε, την παρακινάει να το θαρρή κοριτσάκι της και να το αναθρέφη κρυφά σαν δικό της. Τα παιδιά αυτά εμεγάλωσαν πολύ γλήγορα και γίνονταν ομορφότερα από όσο ταίριαζε σε χωριατόπουλα.

Οι στρατιώτες δεν είταν πια κούτσουρα ακίνητα ντιπ, που να ρίχνης τουφέκι και να τους κόβης πέρα πέρα, όπως στη ζύγηση της γραμμής, μα αδερφοί και φίλοι. Κι άνοιγε γλήγορα την κουβέντα και γελούσε μαζί τους, και τους αγαπούσε και τον σέβουνταν εκείνοι. Η ίδια ταχτική και τη νύχτα εκείνη.

Κάμετε γλήγορα! έκραξεν εν συμπεράσματι, ο γέρο-Χρήστος· και ξεπαστρέψτε τα, αυτά, το γληγορώτερο . . . και ξεκουμπισθήτε αποδώ, γιατί! . . . Διέκοψε, και έφερε την χείρα εις τον πώγωνα· είτα επέφερεν·Είνε κι' άλλοι εδώ, που έχουν γένεια . . .

Την έστιψε και είπε στον κληρωτό. — Κύτταξε την, ολοκάθαρη και μαλακιά σαν κουκκούλι.,,, Τώρα πρέπει να ξεπλύνομε τα ρούχα και να τ' απλώσομε. Γέμισε τους κουβάδες καθαρό νερό, και γλήγορα να μην απομείνομε τελευταίοι, γιατί σε λίγο θα χτυπήσει παύση πλυσήματος. Ενώ ξέπλαιναν τα ρούχα, ο Ρένας έλεγε: — Να τα ξεπλαίνεις πάντα καλά, με δύο και τρία νερά.

Ήλθαμ' εις τ' άντρ' ογλήγορα και μέσ' αυτός δεν ήταν, αλλ' έβοσκεν εις ταις βοσκαίς τα σαρκωμέν' αρνιά του. και ως φθάσαμ' εκυττάζαμεν όσά 'χε μέσα τ' άντρο• τα τυροβόλια γεμιστά, και η μάνδρες στοιβασμέναις αρνιά κ' ερίφια• κ' είχε τα ξεχωριστά κλεισμένα, 220 τα πρώιμ' αλλού, τα δεύτερα αλλού, και αλλού τα τρίτα. και όλα επλημμύριζαν ορό, και κάδοι και σκαφίδες, τ' αγγεία τα καλόφθειαστα, 'π' άρμεγε αυτός το γάλα. τότε με λόγια οι σύντροφοι θερμά μ' επαρακάλουν, απ' τα τυριά να πάρουμε και φεύγοντας με βία 225 αρνιά κ' ερίφια γλήγορα να σύρουμ' απ' ταις μάνδραιςτο πλοίο μας, και τα πικρά να σχίσουμε πελάγη. να 'χα δεχθή την γνώμη τους! αλλ' είχε βάλει ο νους μου κείνον να ιδώ και ξενικά να μου χαρίση δώρα• και αχ, να φανή δεν έμελλε τερπνός εις τους συντρόφους! 230