United States or Nicaragua ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έμενε κατά το πλάγι άνοιγμα μεγαλούτσικο, κι απ' αυτό τάνοιγμα πρόβαλε πρόσωπο που έλαμψε σαν τον ήλιο, και πάλι χάθηκε σαν την αστραπή. Είταν η Μελέκη, η πανώρια μοναχοκόρη του Χασάν Αγά. Από την ώρα εκείνη ησυχία δεν είχε ο Ηλίας. Στιγμή να καθίση δεν μπορούσε στο σπίτι. Γύριζε από δω κι από κει, ως τον κάμπο κατέβαινε, κατά τον αγάδικο τον πύργο. Τι γύρευε, δεν τόξερε μήτ' αυτός.

Και παρήρχοντο αι ώραι. Αλλ' η γενική επί του πλοίου ησυχία και η μονότονος της θαλάσσης βοή, και του σκάφους η κίνησις ήρχιζον βαθμηδόν να επενεργώσιν επί του απηυδημένου μου σώματος.

Ο σκύλος δεν έδειχνε μεγάλη στενοχώρια για όλα αυτά, μόνο κάποτε φαινότανε σαν ξαφνισμένος για όσα τραβούσε κ' ήσυχος κ' ήμερος πήγαινε και ξαπλωνότανε σ' άλλη μεριά με τη μάταια ελπίδα πως ο καλόβουλος τύραννός του θα κουραζότανε και θα τον άφινε σε ησυχία. Μα όταν ο Σβεν έβγαινε στην αυλή, ο σκύλος έτρεχε κοντά του, όπου κι αν πήγαινε.

Ειρήνη κ' ησυχία πια δεν έβρισκε το Βυζάντιο. Σε κείνη την κακορριζικιά απάνου πέφτουν κ' οι Γότθοι, καθώς είδαμε, και το ρημάζουν. Έρχεται κατόπι ο Γαλλιανός , κι αποσώνει τον ξολοθρεμό. Πέτρα πάνω στην πέτρα δεν αφήκαν οι στρατιώτες του, κι από το πολύ το σφάξιμο ψυχή, λέγουνε, με Μεγαρικό αίμα δεν απόμεινε.

Την ημέραν διήλθεν εν ηρεμία, εν ησυχία και σιωπή. Προητοίμαζεν Εαυτόν εν ειρήνη και προσευχή διά την φοβεράν πάλην· δυνατόν να περιεπλανάτο μόνος εις τα ορεινά υψώματα περί την Βηθανίαν και εκεί υπό τον εαρινόν ήλιον ετήρει υψηλήν κοινωνίαν μετά του Πατρός Του του εν ουρανοίς. Αλλά πώς διήλθε την ημέραν δεν γνωρίζομεν. Πέπλος ιεράς σιγής καλύπτει τούτο.

Αλλά μετά παρέλευσιν ημερών τινων, επειδή ουδέν εγένετο εξ όσων εφοβούντο οι άνθρωποι, ουδέ ληστρική συμμορία επεφάνη, επανήλθε και πάλιν η ησυχία και το θάρρος εις την πολίχνην.

Όταν γύρισε ο Νίκος απ’ το μαγαζί, έλαμπε από τάξη και πάστρα η κάμαρη που δύο μέρες τώρα είχε μείνει ασυγύριστη : μια γλυκειά ησυχία ήτον πεσμένη απάνω στα έπιπλα, στης Βεργινίας το κρεββάτι, με την άσπρη κουβέρτα όμορφα τεντωμένη, και στο πρόσωπο της Βεργινίας ακόμα πούτον πιο άσπρο απ’ το προσκέφαλο της, ταναπουπουλιασμένο.

Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε σήμερα τι έκανε. Έπιασε τα κουπιά, αλαργάρησε λιγάκι και φουντάρησε αρόδου. Σαν έσβυσε ο κρότος της άγκυρας μέσα στην ησυχία του δειλινού, στάθηκε στη μέση της βάρκας σα χαμένος. Ποτέ δεν είχε πέσει τόσο βαρειά η άγκυρα στην αγκαλιά του νερού. Στάθηκε πολλήν ώραν έτσι σαστισμένος. Ύστερα έκανε το σταυρό του να πέση να κοιμηθή.

Όπως όταν στο χλοερόν τον κάμπο κάτω στέκουν το ένα στο πλεβρό του άλλου ορθόκορμα και ισοκέφαλα τα τροφαντά ταστάχια, γαληνεμένα και ήμερα μέσα στου λιοπυριού τη γλύκα και ησυχία, και άξαφνα δριμό σιφουνικό σηκώνεται απάνω απ το βουνό, και χύνεται ανήμερο και φοβερό μέσα στον κάμπο, και τανεμίζει μες τη ζηλεφτή την ησυχία τους, και πέρα δώθε δειλιασμένα τα τινάζει, και κυματίζει πέρα πρόσπερα ο ήσυχος ο κάμπος, ανταρεμένο τόρα πέλαγο μες τις στριγκιές του αγριοσίφουνα βοές και μες των ασταχιών το φοβισμένο φύσημα· έτσι και οι φαντάροι τόρα, καθώς ήταν κάτω ακόμα στη γραμμή, προσεχτικοί νακούσουν και την τελεφταία διαταγή του Επιλοχία, ξιπασμένοι από τις βραχνές αγριοφωνές, που εχύθηκαν απάνω από τις τάπιες κάτω στους στρατώνες τους, εσυνταράχθηκαν στις τάξες τους, εχάλασαν και τις γραμμές, και με τα όπλα όπως έφτασαν μες τη μεγάλη βία τους καθένας κρατημένα, εχύθηκαν πάνω κατά της φυλακής τις τάπιες που έβγαιναν ακόμη οι βραχνές φωνές, ακολουθώντας πίσωθε το Φρούραρχο και τον Επιλοχία, που έτρεξαν μπροστά άγριοι και αλλαξοπρόσωποι κι αφτοί.

Α' ΓΥΝΗ Να και του Σμικυθίωνος η Μελιστίχη πάλι, που της αρβύλες της πλατειές τανδρός της έχει βάλη. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Θαρρώ πως είνε μόνη αυτή, που ησυχία βρήκε τη νύχτ' από τον άνδρα της, και τώσκασε και βγήκε. Β’ ΓΥΝΗ Καλέ δεν βλέπετ' από κει κι' αυτή τη Γευσιστράτη του ταβερνιάρη, που 'ρχεται μ' ένα κερί τρεχάτη;