United States or Denmark ? Vote for the TOP Country of the Week !


Επανακτήσας τας αισθήσεις μου ησθάνθην εμαυτόν υπεράνω πάσης εκφράσεως αδυνατισμένον και πονημένον από την μακράν ακινησίαν. Το περίεργον είναι ότι μεθ' όλην την αγωνίαν και τον πόνον μου το σώμα μου εζήτει τροφήν. Με πολύν κόπον κατώρθωσα ν' απλώσω τον αριστερόν βραχίονά μου, τόσον μακράν, όσον μου επέτρεπον τα δεσμά, και έλαβα μερικά υπόλοιπα, τα οποία οι ποντικοί εφείσθησαν.

Μεταξύ των πιπτόντων βλέπω αίφνης την μητέρα μου ! Δεν ηξεύρω πώς ηδυνήθην ν' απλώσω εκ της λέμβου την χείρα, πώς ήρπασεν η μήτηρ μου την χείρα μου, πώς μία άλλη γραία εκράτει διά των δύο χειρών της μητρός μου το φόρεμα......Η δε λέμβος επροχώρει και έπλεον αι δύο γραίαι, συρόμεναι εκ της χειρός μου, μέχρις ου επί τέλους τας ανεσύρομεν εκ της θαλάσσης.

Μ' αν τύχη κ' έρθη θανατικό, αν τύχη και μπη μαθές αρρώστια μέσα σ' αυτό το σπίτι και το ρημάξη και πολεμώ με το χάρο ολομόναχη, και γυρίζω τα μισοσβυσμένα μου μάτια να δω ένα χαμόγελο δίπλα μου, ν' ακούσω μια προσευκή, ν' απλώσω το μαραμένο μου χέρι και να ψάξω ένα χέρι πονετικόποιος θα μου τηνέ φέρη πίσω την Αρετούλα μου; Κωστ. Εγώ θα σου τηνέ φέρω!

Μήπως μπορεί να μείνη κανείς ο ίδιος: ΦΛΕΡΗΣΕγώ δεν εξέχασα τίποτε όμως. Έλα, Βέρα! Η θλίψη δε σου ταιριάζει. Γίνου εύθυμη και γελαστή όπως τότε. Άφισέ με να σε ντύσω με τα σταχτιά κοντά φορέματα του σχολείου. Να σου απλώσω τη μακρυά σου κοτσίδα στις ώμορφες πλάτες. Να σου καρφώσω τα μεγάλα, χλωμά τριαντάφυλλα στο στήθος, που είχα κόψει, μόνος μου απ' τη τριανταφυλλιά του κήπου σου.

Να μη βαφή το πέταλο στου αλόγου του το νύχι!... Αδέρφια, ταποφάσισα και μοναχός αν μείνω, Θ' απλώσω οργυιά τα χέρια μου, τα πόδια θα ριζώσω, Κι' αν δε με ξεχωνιάσουνε κι' αν δε με κατακόψουν, Δε θα με διώξουν απεκεί, δε θα μου ιδούν τη φτέρνα. Και συ τι λέγεις, Πανουριά; — Μ' εθάμπωσε η αχτίδα, Παστράφτει από τα μάτια σου. Τριγύρωτα μαλλιά σου Παίζει το γλυκοχάραμμα.

Ημπορούσα, χωρίς μεγάλον κόπον, ν' απλώσω το χέρι μου μέχρι του πλαγιανού πιάτου, να το φέρω εις το στόμα και τίποτε παραπάνω. Εάν μου ήτο δυνατόν να διαρρήξω τα δεσμά που ήσαν άνω του αγκώνος, θα έπιανα το εκκρεμές και θα προσεπάθουν να το σταματήσω, . . . εάν επιτρέπεται, παρακαλώ, να σταματήσωμεν μίαν καταιγίδα. Και κατέβαινε και κατέβαινε!

Πώς θέλω το κεφάλι μου 'στήν πέτρα να κτυπήσω οπόταν βλέπω Χάριτας εμπρός μου και οπίσω, κι' Ερωτιδείς τοξεύοντας, τρελλούς και πτεροφόρους, και τον αέρα ν' ασελγή με των φυτών τους σπόρους. Άκου γλυκά φιλήματα και κύτταξε τι χάδια!... κι' εγώ σακάτης κι' άψυχος τρυγόνων ψάλλω ζεύγη, κι' αν εις παιδίσκην τρυφεράν απλώσω τα ξεράδια «φτου! να χαθής, παληόγερε» φωνάζει και μου φεύγει.

Και καθώς πολεμούσα να σαλέψω, ν' απλώσω τα χέρια, ν' ανοίξω το στόμα, και να φωνάξω πως τακούγω τα σπαραχτικά της τα λόγια, κατέβαιναν άλλα λόγια πιο τρομερώτερα και ταποσβόλωναν το κορμί μου.

Κι ήρθα πάλι σ' εσέ δέντρο τρανό, με όλη ήρθα την αγάπη την παλιά μου, στον ίσκιο σου ν' απλώσω τα όνειρά μου στο μαγεμένο γύρω δειλινό. Ολόλαμπρος ό ήλιος πάει να γείρη χρυσώνοντας τις πράσινες πλαγιές, γελώντας στις ολάνθιστες φραγές και κάνοντας τον κάμπο πανηγύρι.