United States or Chad ? Vote for the TOP Country of the Week !


Βγαίνει και φαίνεται σα να παρακαλή και σύγκαιρα να προστάζη τον Κύριο για να το ελεήσει. Και σε κάθε βήμα της λιτανείας βγαίνουν και σμίγουν από τα χτήματα, από τους τράφους, από τα μονοπάτια άλλοι στρατοκόποι. Βγαίνουν παιδιά, μικρομάννες, γριές και γέροι, σαλίγκαροι του χρόνου κούτσακούτσα με τα δικανίκια τους.

Έλα όμως που δεν τόθελε και να πεθάνη στα ξένα! Να ζήση στα ξένα, ναι· με το σήμερα, με το αύριο, ζης στα ξένα. Μα να πεθάνης στα ξένα; Να σε παραχώσουνε, λέει, μέσα στην κρύα εκείνη τη λάσπη, και σύγκαιρα οι πατριώτες σου να γλυκοκοιμούνται μέσα στο μοσκομυρισμένο τους χώμααυτό δεν μπορούσε να το βαστάξη ο γέρος.

Κ' έκαμε ίσως τη φρονιμώτερη πράξη της ζωής του σαν κατέβηκε από το θρόνο, σύγκαιρα με το Μαξιμιανό, κι αποκαταστάθηκε στης Δαλματίας τα Σάλωνα, καλλιεργώντας μεγάλο και σύδεντρο περιβόλι.

Πέταξε τιμές και τίτλους, αρνήθηκε ηδονές και χαρές, και παραδόθηκε στα βασιλικά του χρέη με ζήλο που θα είτανε σταλήθεια σωκρατικός, α δεν είτανε δανεισμένος από βιβλία. Μαζί με τάλλα τα καλά που αρνήθηκε είταν και το καλοφάγι. Περιορίστηκε σε λαχανικά, και με το ναπόφευγε κρέατα είχε, λένε, τόσο αλαφρό το στομάχι, που μπορούσε τρία διαφορετικά γράμματα σύγκαιρα να τα υπαγορεύη!

Βάρ' της! εφωνάξαμε ομόφωνοι. Μα ώστε να ξαμώση ο καπετάνιος, διάργυρος εχάθηκεν από εμπρός μας. Εκείνος άρχισε να μας βρίζη που δεν εμιλήσαμε σύγκαιρα. Μα την ίδια στιγμή βλέπω τον Μπαρμπατρίμη να παραιτή το δοιάκι και αρκουδίζοντας να τον πλησιάζη και με χερονομίες να δείχνη στο σχοινί της μεσανής στραλιέρας το πουλί. — Βάρ' της!

— Ε, παιδιά! ορθοί στο κούρσο! θέλει να φωνάξη όπως πάντα στην ώρα της προσβολής. Μα ο λάρυγγάς του νομίζεις αγκαθόφραχτος κουρελιάζει τη φωνή, τη βγάνει άναρθρη και ασχημάτιστη. Και σύγκαιρα ηχά, το σκότος σχίζει πύρινη σφυριγματιά, τρανή, και χαλκόστομη σαν να σαλαχά κοπάδια ο Σαρίγκαλος. Ακούεται δούπος βαρύς, σάρας κύλημα, ένας κρότος κουφός και συνεχής σαν να επήραν ζωή τα πορολίθαρα.

Εκείνος πέφτει στα γόνατα σφίγγοντας την κοιλιά του από τον πόνο. Άξαφνα όμως πηδά στα νύχια, σηκώνει το καμάκι και χύνεται ξιφιός απάνω του. — Ή μ' αφίνεις το μελάτι ή σου έφαγα την καρδιά! — Α! όχι· εδώ σφαζώμαστε. Και τραβά ο Ραφαλιάς τον φοβερό λάζο από τη ζώνη του. Τσιμπάει σύγκαιρα το σχοινί δυο φορές ζητώντας αέρα.

Και τότες δεν είταν Αρειανισμός ή Ορθοδοξία, παρά ζωή ή θάνατος. Αποφασίζουνε λοιπόν κ' οι δυο τους να βγούνε στον ιερό τον αγώνα, κι' όχι απλοί στρατιώτες, μόνο αρχηγοί. Ανεβαίνοντας από βαθμό σε βαθμό ο Βασίλειος χειροτονήθηκε ιερέας από τον Ευσέβιο της Καισαρείας. Σύγκαιρα χεροτονιέται κι ο στενός του φίλος από τον πατέρα του, τον Επίσκοπο της Ναζιανζός.

Μαννούλα, έλα πίσω! δε μ' ακούς! έλα πίσω, μαννούλα!.. ξαναφώναξε δυνατώτερα. Και σύγκαιρα έτρεξε στην πόρτα, την άνοιξε να κατεβή για να την καλοδεχτή. Στο κατώφλι όμως στάθηκε αποσβολωμένος. Η κορμοστασιά της μάννας του είχε γίνη θεόρατη· στη γη τα πόδια της και το κεφάλι στον ουρανό. Κι ανάμεσα στα χυτά μαλλιά της σιγοτρέμανε τ' αστέρια.

Εσούφρωσε μόνον τα χείλη, αγνάντεψε τον ουρανό ψηλά, τις πράσινες στεριές αντίκρυ, κάτω τη γαλάζια θάλασσα που αυλάκωνε το πλοίο κ' έβγαλεν ένα πουφ! περιφρονητικό. Και όταν έπαψε ο θόρυβος ετέντωσε την άλλη του αρίδα, ανακλαδίσθηκε χάσχοντας πιθαμή το στόμα, λέγεις και ήθελε να χάψη τον ήλιον ακέριο και είπε με φωνή σύγκαιρα σαρκαστική και ράθυμη στον ναύκληρο·