United States or Iraq ? Vote for the TOP Country of the Week !


Κατά τις οχτώ η ώρα την αβγή, που εσήμανε της Επιστασίας το κουδούνι νανοίξουν τα δωμάτια, να βγούνε στον περίπατο μες το κατάστενο για τόσον κόσμο προάβλιο οι φυλακισμένοι· ο Βλαχογιώργος, αρχιφύλακας και σήμερα πάλι, κρατώντας στο χέρι κρεμασμένα μιαν αρμαθιά κλειδιά γιαλιστερά κι άσπρα απ το πολύ το τρίψιμο και τ' ολημερινό ανοιγόκλειμα, διαβαίνοντας με τον Επιστάτη μαζί μπροστά στις σιδερόφραχτες τις πόρτες των κελιών, — που σκοτεινά και ανήλιαστα εφάνταζαν υγρές και κρυερές σπηλιές στης τάπιας της ολόχοντρης τα βαρυθέμελα τειχιά ανοιγμένες, και έσφιγκαν θανατικά στα βρώμικα τα βάθη τους, ένα φουρκί τόπον εκεί, ολόκληρον κόσμον πεθαμένον κι ολοζώντανο·έστρυφτε στα βαριά λουκέτα τα κλειδιά, έσερνε με κρότον πολύ και τους βαριούς τους μάνταλους· άνοιγε τις σιδερόφραχτες τις πόρτες που έτριζαν στις ρίζες τους χοντρές και βαρυκίνητες, κ' εφώναζε αδιάκοπα διαβαίνοντας από πόρτα σε πόρτα, με τον Επιστάτη ξοπίσω·

Τις ακούγαμε από μακριά τις φωνές τους, και δίχως μήτε πόρτες να κλειδώνουν έφευγαν όλοι προς το βουνό. Εμείς όμως είχαμε και τάλλα δυο τα μικρά να κοιτάξουμε, κ' είπα της Φωτεινής να προσμείνη λιγάκι, να πάω να μιλήσω της γριάς στο καλύβι και να της πω να μη φοβάται.

Γιατί ακόμα κι ο Ύπνος μας εγέλασε κ' έκλεισε τις ελεφαντένιες τις πόρτες κι άνοιξε τις κεράτινες πόρτες. Τα όνειρα της μεγάλης μέσης τάξεως τούτης της χώρας, όπως ανιστοριούνται στους δύο ογκώδεις τόμους του κ. Myers και στις Πραγματείες της ψυχικής Εταιρείας, είναι τα πιο θλιβερά πράματα που εδιάβασα ποτέ. Δεν υπάρχει ούτε ένας καν όμορφος βραχνάς ανάμεσα σ' αυτά.

Μαλτούλα, της λέγει η βασιλοπούλα, τρέξε να με βοηθήσης· ιδέ τούτον τον άνθρωπον πώς εμβήκεν εδώ, ή μήπως τον έμβασες εσύ; Ποια; εγώ, απεκρίθη η Μαλτούλα, έμβασα αυτόν εδώ; Εσύ μου κάνεις άδικον να μου ομιλήσης τοιαύτης λογής· διά ποίαν αιτίαν να εμβάσω εγώ αυτόν; Και με ποίον τρόπον που οι φύλακες ακαταπαύστως φυλάγουν τες πόρτες, και που μόνον ο βασιλεύς κρατεί τα κλειδιά; Εγώ δεν είμαι ολιγώτερον εκστατική από εσένα εις το να εδώ ετούτον τον αυθάδη νέον εδώ· δεν ημπορώ να καταλάβω με ποίον τρόπον ημπόρεσε και υπερέβη τόσες δυσκολίες που είνε εις το να έμβη τινάς εδώ.

Ο μπουφές παραμέσα το ίδιο. Ντροπαλούτσικα, ζωηρούτσικα, πονηρούτσικα, σμουλωχτά πρόβαναν μέσαθε άλλα εδώ όμορφα κεφαλάκια· άλλες εκεί χυμερές χωριατοπούλες, αφράτες. Τα τζαμόφυλλα γύρω των παραθυριών κ' οι πόρτες, όλα κλεισμένα μέσαθε, κατάκλειστα.

Αμέσως όμως μετά το πλάτωμα άσπριζε ανάμεσα στις ροδιές και τους φοίνικες το σπίτι του ντον Πρέντου, όμοιο με κατοικία Βερβερίνων: με τις αψιδωτές του πόρτες, τις χτιστές του στοές, τα παράθυρά του σε σχήμα μισοφέγγαρου.

Είχαν τώρα λέει λιγώτερη δουλειά στο μαγαζί, γιατί ο πλούσιος πούχτιζε ένα σπίτι παλάτι στου Μακρυγιάννη και που του σκάλιζε ο Νίκος τις δρύινες πόρτες για όλο το σπίτι και τους καρυδένιους ταμπλάδες της τραπεζαρίας, είχε γράψει στην Ευρώπη για ιδιαίτερη ξυλεία κι αργούσε νάρθη.

Ίσως τα φτωχικά όνειρα που έβλεπε εκείνοςκαι δεν θα τάβλεπε και καλά γιατ' ήτο στραβόςνα βγαίνουν από αυτές τις πόρτες• το δικό μου όμως το γλυκύτατον όνειρον βγήκε από χρυσή πόρτα και ήτο χρυσόν και αυτό, ήτο κατάχρυσα στολισμένον και είχε μαζή του του κόσμου το χρυσάφι.

Είχε δυο πατώματα και δυο σειρές καμαρωτά παράθυρα. Το επάνω πάτωμα εφτά και το κάτω έξ. Το ισόγεια είχε στην αράδα έξ καμαρωτές πόρτες. Ο τοίχος ήταν στολισμένος με κεραμιδένια σχέδια. Βυζαντινές πριγκήπισσες και βασιλιάδες ξύπνησαν πάλι μέσα μου.

Πήγα μέχρι την Ανατολή όπου υπήρχε ο ναός και το σπίτι του Βασιλιά Σολομώντα…. Το σπίτι αυτό ήταν όλο από χρυσάφι, με πόρτες που είχαν πόμολα χρυσά σε σχήμα ροδιού… και τα πιάτα και οι κανάτες ήτανε χρυσά, ακόμη και τα κλειδιά και οι αμπάρες που κλείνανε τις πόρτες ήταν χρυσά…»