United States or Jamaica ? Vote for the TOP Country of the Week !


ΣΟΛΩΝ. Επόμενον είνε, Ανάχαρσι, να σου κάνουν τοιαύτην εντύπωσιν αυτά που γίνονται εδώ, διότι είνε διά σε παράξενα και πολύ διαφέρουν από τα Σκυθικά έθιμα, όπως και πολλά από εκείνα τα οποία διδάσκεσθε και συνειθίζετε σεις επόμενον είνε να φανούν αλλόκοτα και εις ημάς τους Έλληνας, αν κανείς από ημάς, όπως συ τώρα, έλθη εις την πατρίδα σου και τα ίδη.

Το μέγεθος της θλίψεώς του ηδύνατό τις να το συμπεράνη από τα παράξενα και μανιώδη κινήματά του. Ύβριζε τον αίτιον και τους αξιωματικούς, όσους ενόμιζεν ότι δεν εφρόντισαν όσον έπρεπε διά να προλάβωσιν, ή να εμποδίσωσι το δυστύχημα, αναθεμάτιζε την ώραν και ό, τι άλλο ήρχετο εις τον νουν του εκείνην την στιγμήν.

Κανένας δεν ήρθε να καθίση εκεί μέσα, ούτε κανένας περνάει σιμά του. Ο φιλόσοφος ήτανε κλεισμένος χρόνια και χρόνια μέσα στον πύργο του. Ζούσε ολομόναχος μέσα σε παλιά βιβλία, τριγυρισμένος από παράξενα εργαλεία, από μεγάλους χάρτες, φαρμάκια και νεκροκεφαλές. Ολόγυρα στους τοίχους ήτανε, κρεμασμένα μέσα σε παχειά σκόνη, σαύρες ξεραμένες, πουκάμισα φιδιών, ξερά βότανα και κάθε λογής μάγια.

ΠΕΤ. Δεν είχε κανένα λόγον σπουδαίον αυτή η απαγόρευσις, αλλ' έβλεπα ότι αν έλεγα τα συνειθισμένα και όμοια με τα λεγόμενα υπό των πολλών, δύσκολα θα προσείλκυα τους ανθρώπους και δύσκολα θα τους έκανα να με θαυμάζουν, ενώ όσον πλέον παράξενα έλεγα και έκανα, τόσον σοβαρώτερος και σοφώτερος θα εθεωρούμην.

Καθώς έκλεινε τα μάτια της, λίγες τρίχες απ' τα μαλλιά της, πούχανε ξεφύγει στα μελίγγια της, γυαλίσανε παράξενα στο φως της λάμπας. Ήτανε κάτασπρες σαν το ασήμι. Έσφιξε τα μάτια της περισσότερο. Μα και στο σκοτάδι των ματιών της δυο άσπρες κλωνές σαλέβανε ακόμα λυπητερά. Σηκώθηκε και πήγε να κοιμηθή. Πρώτη φορά έννοιωθε πως τα πόδια της δεν τη βαστούσανε καλά.

Γιατί τον αγάπησε κι' αυτή δεν ήξερε. Ίσως γιατί ο χειμωνιάτικος ήλιος ξυπνούσε μες στην καρδιά της μια παλιά, παγωμένη αγάπη. Ίσως γιατί την μεθούσαν με τη βαρειά τους μυρωδιά οι μικροί, γαλάζιοι μενεξέδες του περιβολιού. Ίσως γιατί μες στη φωτιά της γωνιάς τριζοβολούσαν παράξενα τα ξύλα, με μικρές μυστικές φωνές. Ίσως γιατί ήτανε συνεφιασμένος ο ουρανός κ' οι νύκτες ατέλειωτες.

Φυσικά η μαμά δεν μπορούσε ναντισταθή. Και ποτέ του δεν είτανε τόσο ευχαριστημένος ο Σβεν. Έγερνε κει το κεφάλι στο χέρι της μαμάς, έκλεινε πάλι τα μάτια κ' έμενε ήσυχος και σιωπηλός όσο που άρχιζε να ξαναβρίσκη τη δύναμη του. Τότε σηκωνότανε πάλι, πριν όμως σηκωθή, κοίταζε τη μαμά με τα παράξενα μάτια του: — Μην το πης του μπαμπά. — Δεν το λέω· μα γιατί; έλεγε η μαμά.

Είχαμε ιδεί και τους ζωολογικούς κήπους με όλα τα παράξενα ζώα και τα πουλιά που έχει ο κόσμος.

Πώς! για μια νύχτα είταν όλη η ευτυχία του γάμου της κόρης της; Να την δη νυφούλα, όσο βλέπει κανείς την αστραπή; Όλα βιαστικά, όλα γρήγορα, όλα παράξενα.

Μερικές αγάπες πλέκονται έτσι από τιποτένιες αιτίες. Ίσως πάλι γιατί οι νύκτες εκείνου του καλοκαιριού ήτανε δροσερές και διάφανες, κοντά στακρογιάλι, κ' οι αστροφεγγιές χύνανε παράξενα μάγια στην ωραίαν εξοχή. Ίσως πάλι να την είχε μεθύσει κάποια βραδυά, ύστερ' απ' την κολοκαιρινή βροχούλα, η μυρωδιά της γης και του θερισμένου γρασιδιού.