United States or Eswatini ? Vote for the TOP Country of the Week !


Των έδιδε την άδειαν να πηγαίνουν στο βιτσιλοπόλεμο, δηλαδή πόλεμο με τα όρνια. Κεπειδή αυτός ήτο πειο επικίντυνος, τον έκαναν οι μεγαλείτεροι και ανδρειότεροι. Σε κάμποση από το χωρίο απόσταση ήτο μια βαθειά χαράδρα, όπου οι χωριανοί έρριχταν τα ζώα που ψοφούσαν. Εκεί κατέβαιναν γυπαετοί, που τους λέγουν βιτσίλες, κιάλλα όρνια κέτρωγαν τα ψοφίμια.

Και πάντα εκυλούσε ο ΓεροΠοταμός με την αργή γαλήνη μιας βασιλικής ευτυχίας. Έτσι λέει ένα παλαιό παραμύθι. Στις όχθες του ποταμού οι μεγάλες λεύκες εσάλευαν πάντα καμαρωμένες απάνω στα υπερήφανα κορμιά τους. Και όλο ψήλωναν ρουφώντας με τις ψηλές κορφές τους το πρωτόλουβο φως του ουρανού και όλο κατέβαιναν ζητώντας από τα σπλάχνα της γης τις απόκρυφες δροσιές.

Και μέσα τότες στο καστρί οι διο διαλαλητάδες 245 κατέβαιναν με των θεών τα σεβαστά ορκιστήρια, με διο σφαχτά και πρόσγλυκο κρασί, της γης το θρέμμα, μες σ' ένα ασκί γιδίτικο.

Και όχι μόνον οι άνθρωποι και τα σπιτικά ζώα, αλλά και αυτά τα πουλιά του δάσους την αγαπούσαν. Όταν την έβλεπαν να περνά, κατέβαιναν από τα δένδρα και την ακολουθούσαν 'σαν σκυλάκια, για να τους δώση το μισό ψωμί της. Την έλεγαν Μηλιά, γιατί την είχαν εύρει ένα απριλιάτικο πρωί από κάτω από ένα μηλόδενδρο, σκεπασμένη από τα άσπρα άνθια, όπου είχε τυνάξει απάνω της ο άνεμος τη νύχτα.

Μόλις βαστούσε στα πόδια του. Έκανε να πέση κάτω να σωριαστή. — Δε βαστάω πια. Θα πάω να γύρω λίγο. Ο λοστρόμος άρπαξε τη ρόδα του τιμονιού, από τα χέρια του Γερο- Φλώκου. — Γερο-Φλώκο, δώσ' ένα χέρι να βοηθήσης τον καπετάνιο να κατεβή. Ο Γερο-Φλώκος με τα κοκκαλιάρικα μα δυνατά του χέρια άρπαξε τον καπετάνιο από τη μέση. — Βαστάξου απάνω μου, καπετάνιο. Έννοια σου. Και κατέβαιναν.

Και σα βράδιαζε, κατεβαίναμε στο γιαλό και καθίζαμε στα χαλίκια, και βλέπαμε τα ψάρια που πηδούσαν κοπαδιαστά απάνω στ' ασημένια νερά. Εκεί κατέβαιναν όλοι. Έβλεπες κόσμο εκεί. Εκεί τραγουδούσαν τα κορίτσια, πετούσαν πέτρες ταγόρια στη θάλασσα, οι άντρες μιλούσανε για τα μαξούλια τους, οι γυναίκες για καθετίς. Αν έλειπε και καμιά τους, έμενε τόπος και για ψεγάδιασμα.

Κάποια κοντοστεκόταν για να πετάξει ένα μικρό νόμισμα στους ζητιάνους και ο αέρας ανέμιζε τις άκρες από το κεντημένο μαντήλι της. Ο Έφις περίμενε τον ντον Πρέντου. Κατέβαιναν οι γέροντες πατριάρχες, οι σιωπηλές γυναίκες, οι νέοι με τα ευκίνητα πόδια, οι μικροί βοσκοί με θλιμμένα από τη μοναξιά μάτια∙ ο ντον Πρέντου όμως δεν φαινόταν πουθενά. Ο Έφις περίμενε.

Την πρώτην ημέραν κλείσαντες τους Ναξίους εις τα τείχη των ελεηλάτουν την χώραν, την επομένην δε διά μεν των πλοίων περιπλεύσαντες τον Ακεσίνην ποταμόν ελεηλάτουν τους αγρούς, διά δε του πεζικού στρατού εισέβαλαν εις την πόλιν. Αλλά κατά το διάστημα τούτο πολλοί Σικελοί κατέβαιναν από τα ύψη, διά να την βοηθήσουν κατά των Μεσσηνίων.

Και τα καταρράχια αυτά όλα πλυμένα τώρ' από τα πρωτοβρόχια τοιμάζονται να καρτερέσουν απάνω τους τα χιόνια και τ' αστροπελέκια και τα δρολάπια του κακού χειμώνα, ζόρκ' από δάσα γιατ' έχουν πέσει τα φύλλα τους κ' έρημ' από κοπάδια γιατ' ολοένα κατέβαιναν τότε στα χειμαδιά κ' επλημμυρίζαν δαιδάλαια κι απλωτερά τα λιβάδια του κάμπου πέρα και τα ριζοβούνια.

Ο Ήλιος είχε δύσει, τα σύννεφα κατέβαιναν βυθιζόμενα εις την κοιλάδα του Ροδανού, ανάμεσα εις τα υψηλά βουνά· άνεμος εφύσα μεσημβρινός· άνεμος εξ Αφρικής πνέων εφέρετο υπέρ τας υψηλάς Άλπεις. Λίβας, όστις διέσπα τα σύννεφα και όταν ο άνεμος διερχόμενος πέραν αυτών εκόπαζε, εγίνετο μίαν στιγμήν γαλήνη.