United States or Liechtenstein ? Vote for the TOP Country of the Week !


Τους &τύπους& της όμως ποια φιλολογία να τους αλλάξη, και γιατί; Οι Αθηναίοι σαν άκουγαν τους ρητόρους τους και μιλούσανε με τη σπιτήσια γραμματική τους, δεν τους παραξενεύουνταν. Εμείς τάχα γιατί τόση ακαταδεξιά!

Ήτανε καιρός τώρα που τα πουλιά είχανε πάρει για το βασιλόπουλο ανθρωπινή λαλίτσα και του μιλούσανε λόγια γλυκά και μπιστεμένα. Καθώς περνούσε ο κυνηγός μέσα στα σύθαμπα του λόγγου, γυρεύονταςκάτι γυρεύοντας με τα μάτια ολόγυρα — , ένας πετροκότσυφας, πούχε χωθή μέσα στα κλαριά, φεύγοντας την άψη του ήλιου, του σφύριξε στ' αυτίΠάρε την πλαγιά του βουνού και κατέβα στη ρεματιά.

Τι κρίμας που δεν έχω απάνω μου καμιάν απ' αφτές τις στάτουες τις χαριτωμένες, να σας τη δείξω, να διήτε τι μικρές, τι νόστιμες αλήθεια που είτανε. Οι μικροπολίτες μιλούσανε μια πολύ παράξενη γλώσσα. Συνήθιζαν κάτι λέξες που τις είχαν πρώτα, οι πατέρες τους, οι γιγάντοι. Μα όταν έβγαιναν από το μικρούτσικο τους το στοματάκι φάνταζαν πολύ περίεργα.

Μια κοπέλλα αγκαλιασμένη μ' ένα παλικάρι το κύτταζε γλυκά στα μάτια και τα χείλια τους στέκανε κλειστά σαν μπουμπούκια τριανταφυλλιάς. Και τα βουβά χείλια μοιάζανε σα να μιλούσανε λόγια της αγάπης. Μέσα στα νερά της λίμνης περνούσε ένα μονόξυλο. Τα κουπιά του σχίζανε το γαλάζιο νερό. Και το νερό δεν είχε φλοίσβο κανένα, μόνο ροφούσε το φως με βουβή λαχτάρα.

Κ' ενώ εκείνα μιλούσανε, ξαπλωμένη αυτή τα κοίταζε οληώρα κι άκουγε τι λέγανε σα να χρειαζότανε καιρό για να νοιώση πως όλα όσα έβλεπε κι άκουγε είταν πραγματικότητα κι όχι φαντάσματα. Έπειτα τα πήρε κοντά της και τα καλονύχτισε μ' ένα φιλί. — Τώρα θα γίνω γλήγορα καλά, είπε. Κι άμα έρθη το καλοκαίρι, ο μπαμπάς θα μας φέρη έξω στα νησιά. Δε χρειάζουμαι να ξέρω πού.

Άρχισαν αμέσως αυτοί και του μιλούσανε για τα περασμένα, τα μεγαλεία. Θυμώνει ο Σύλλας, και τους διώχνει λέγοντας πως δεν ήρθε στην Ελλάδα να μάθη την αρχαία ιστορία, παρά να πολεμήση τους όσους του αντιστέκουνται. Φτάνει στ' αυτιά του Σύλλα ο λόγος, κι αρχινάει αμέσως το κακό. Με γυμνά σπαθιά και με τρομαχτικά ξεφωνήματα πηδήξανε μέσα στην πόλη οι λυσσαγμένοι οι Ρωμαίοι.

Εσύ τις γλυκοπόθητες κοίτα δουλιές του γάμου, κι' άφισ' τα αφτά στης Αθηνάς τα χέρια και στον Άρη430 Τέτια μιλούσανε οι θεοί ανάμεσό τους λόγια.

Και γιατί κ' οι δυο είστε καταδικασμένοι σε καταναγκαστικά έργα στην Τουρκία; — Είναι αλήθεια, πως η αγαπημένη μου αδερφή βρίσκεται σ' αυτόν τον τόπο; ρωτούσε ο βαρώνος. — Ναι, απαντούσε ο Κακαμπός. — Ξαναβλέπω λοιπόν τον αγαπητό μου Αγαθούλη, έλεγε ο Παγγλώσσης. Ο Αγαθούλης τους παρουσίασε το Μαρτίνο και τον Κακαμπό. Φιληθήκανε όλοι τους. Μιλούσανε όλοι μαζί.