United States or Aruba ? Vote for the TOP Country of the Week !


Έχει περάσει από δυο ώρες το δειλινό και σήμαντρο κανένα δεν εδιαλάλησε την αγιότη της αυριανής μέρας, κι' οι παπάδες δεν έψαλαν τον εσπερινό σήμερα. Η εκκλησίες είνε κλειστές. Βουβά τα σήμαντρα, βουβοί κι' οι παπάδες. Η αυλές και τα κατώφλια εχορτάριασαν. Η αράχνες κλώθουν τα υφάδια τους και διάζονται στες πόρτες και στα παραθύρια.

Οι μαστόροι, καθώς και οι πολλοί επισκέπται, οι περιπατηταί της εσπέρας, οίτινες ήρχοντο να συγκοπιάζωσι και αυτοί με το βλέμμα εις τους ιδρώτας των άλλων κ' ενίοτε να τους χασομερώσι με τας ακαίρους ερωτήσεις των, διασκελίσαντες τα παντού εσκορπισμένα ανά το ναυπηγείον &βουβά&, δοκούς και στραβόξυλα, συνήχθησαν όλοι εν συγκεχυμένω βόμβω περί την μικράν καλύβην του πλοιάρχου, ήτις ήτο πλήρης τάκων και τεμαχίων ξύλων και σπειρίδων με εργαλεία καί τινων ενδυμάτων και κλινοσκεπασμάτων, διά να πίωσιν όλοι το &τσίπουρο& από μεγάλην χιλιάρικην φιάλην, με το αυτό ποτήριον όλοι.

Καλά! είπ' εκείνος και γύρισε το κεφάλι του απ' την άλλη μεριά. Ο Βαγγέλης έσκυψε και του άλλαζε τα βρεμμένα πανιά. Η Ασημίνα έγυρε πάλι το πρόσωπό της απάνω στα γόνατά του και το σώμα της ανεβοκατέβαινε από κάποια βουβά αναφυλλητά.

Ρώτησα κόσμο και κόσμο, μα κανένας δεν ήξερε να μου πη τίποτε. Η γιαγιά κοιμάται ακόμη κάτω από μια μαρμαρένια πλάκα, φαγωμένη από τον καιρό, κιτρινισμένη απ' τα χρόνια. Όλα τα μνήματα τριγύρω είναι βουβά. Μα κάποια φωνούλα αντηχεί κάποτε απάνω στο κυπαρίσσι τους, κάποιο μουρμούρισμα κλαδιών τα ζωντανεύει. Το πιο βουβό μνήμα είναι το μνήμα της γιαγιάς.

Τώρα έγινες ένα μηδενικόν χωρίς τίποτε απ' εμπρός του. Πάλιν καλλίτερός σου εγώ. Εγώ είμαι τουλάχιστον τρελλός. Εσύ δεν είσαι τίποτε. Προς την Γονερίλην. Βέβαια, βέβαια· θα την μαζεύσω την γλώσσαν μου. Μου το προστάζει η ματιά σου, αν και δεν λέγης λέξιν. Βούβα, Βούβα! Αν σου λείψει του ψωμιού η ψίχα και η κόρα απεκεί που χόρταινες, θα σου έλθει πείνα τώρα Να ένα ξεκουκκισμένο ρεβίθι.

Κι' απ' όξω απ' το παλάτι του, ολόυρατο περιαύλι, Οπού το ζώνουν πάρθενα, παληά, βαθειά τα λόγγα, Μαρμαρωμένα μένουνε, βουβά από χίλια χρόνια Πανώρηα βασιλόπουλα.

Πατείς βουβά τη νύχτα Και δε σ' εγνώρισα με μιας. Με δίκηο νυχτοπούλι Σε κράζουν οι συντρόφοι μας. Τι φέρνεις παλληκάρι; — Εκίνησε ο Ομέρπασας από το Λιανοκλάδι. — Πέτα, ροβόλα, Πανουριά... Στάρματα, Δυοβουνιώτη... Χριστός ανέστη αδέρφια μου! Καλώς ν' ανταμωθούμε Απόψε πάλε νικηταί.

Ελάτε ολόγυρά μου Και γονατίσετε μ' εμέ. Ο κόσμος στη χαρά του Είν' ανθοστόλιστη εκκλησιά, κ' εδώ μας παραστέκει Εκείνος που την έχτισε, για να τον προσκυνούμεΉτανε νύχτα. Τα βουνά, η λαγκαδιαίς, τα δέντρα, Η βρύσαις, τ' αγριολούλουδα, ο ουρανός, τ' αγέρι, Στέκουν βουβά ν' ακούσουνε, την προσευχή του Διάκου.

Τα όρνηα αναφτερούγιασαν... Τους κυνηγούν... προφτάνουν Και πλημμυρίζουν την αυλή... Η εκκλησιάτη μέση Παραιτημένη, ολόκλειστη... Ιδρόνει ο τοίχος αίμα... Τρίζουνε τα κονίσματα ... Τα βόλια που ανεμίζουν Εδέρνανε τα σήμαντρα και τα βουβά γλωσσίδια Ξυπνούν, λαλούνε νεκρικά... Λες κ' είχε να περάση Κανένα λείψανο απεκεί...

Ο γιατρός σταναμεταξύ είχε βγάλει απ' την τσέπη του μια σύριγγα κ’ έκαιγε τη βελόνα της απάνω απ'το γυαλί της λάμπας. . . Πώς βρέθηκε το κουτί εδώ χάμω ; ρώτησε ο Νίκος τη Λιόλια- εγώ τόχα αφήσει απάνω στον κομμό ! Στεκόταν τώρα η Λιόλια ακκουμπησμένη στο κρεββάτι, άφωνη, και κύτταζε το γιατρό με μεγάλα μάτια, γεμάτα βαστηγμένα δάκρυα. . το στήθος της ανασηκωνόταν κάθε τόσο από ξέμακρα αναφυλλητά βουβά που της τρεμούλιαζαν το σαγόνι και το κάτω χείλι: έτσι αστράφτει πίσω απ' τα βουνά, ύστερ' από βροχή και κάποια βράδυα του καλοκαιριού, από αντάρες που δεν ακούς το βόγκο τους. -Νά, κυρ Γιατρέ, της δώσαμε απ’ αυτό το υπνωτικό σήμερα, μπας και την πείραξε; αρχινίσαμ' απ’ τα χτες: γιατί δεν κοιμόταν τη νύχτα ολότελα· ο γιατρός είπε πως το περισσότερο είν' η αγρύπνια που την αδυνατίζει και της τόγραψε. Αηδιές ! πολύ άσχημα. . είναι, βλέπεις, τώρα και το ναρκωτικό που τη βαστάει σ' αυτήν την θέση.