United States or Papua New Guinea ? Vote for the TOP Country of the Week !


Ο γέρος, όρθιος, ακούνητος, φιλούσε, φιλούσε ολοένα το μαγεμένο στόμα. Και η βάρκα, με το πανί λασκάδο, χωρίς καμμιά πνοή περίγυρα, άρχισε να σχίζη το κύμα, βουβό στην πλώρη της, να μακραίνη μαγεμένη απ' τη στεριά και να χάνεται στο χρυσό χάος του πελάγου. Σε λίγο μόνο τα μεγάλα μαλλιά του γέρου ανέμιζαν, σαν σβύσιμο αφρού, ανάμεσα στα μαγεμένα νησιά... Εμείς τα παιδιά ξέραμε πολλά πράγματα.

Αυτοί 'ςτη βρύση του Ζαβογιάννη κι εμείς 'ςτου Τρίκκα. Μια τουφεκιά τόπον αλάργα. Μέσ' του Τρίκκα, τα σύγνεφα μας σκέπασαν τον ήλιο και βαθιά αχολόγησε μια βροντή. Όσο μας δρόσισαν τα σύγνεφα που μας ίσκιωσαν από το λιοπύρι, τόσο μας φόβισε η βροντή. Σηκώθηκε κ' έν' ανεμόχολο δυνατό ξάφνου, που τύλιξε μεσουρανής τον κορνιαχτό κ' επάσχιζε να ξερριζώση τα δέντρα.

Άσπλαχνε! εδώ κι' αν αδερφό σου σφάξουν κι' αν παιδί σου, όχι δε λες αν βγει ο φονιάς και θέλει να πλερώσει· και μένει αφτού στον τόπο του πολλά ο φονιάς μετρώντας, και του παθού η βαριά καρδιά ξεγράφει πια το μίσος 635 σα λάβει δίκια πληρωμή. Μα εσένα σούχουν βάλει κακό άσβυστο οι θεοί θυμό στα στήθια για μια κόρη, μία και ξερή· μα τώρα εμείς εφτά τις πιο ομορφούλες μ' άλλα πολλά σου δίνουμε.

Δόξα σ' ο Θεός, Χριστούλη μου! δοξασμένο τόνομά σου, Παναγίτσα μου! είπ' ο άμοιρος ο Καναβιός ολόχαρος, κ' εσταβροκοπιόταν. Εμείς οι άλλοι αναστενάξαμε βαθιά. Πώς τον εζηλέβαμε τον Καναβιό! — Έλα τόρα, του κάνει ο Κυρ-Λοχίας· έλα τόρα, του λέει, παράτα τα σταβροκοπήμια· τα τσάβαλά σου, άραχνε, και δρόμο! Ο Καναβιός πασίχαρος, δεν εκαρτέραε άλλο.

Αλλά μία μικρή προπετής ξανθούλα περίπου έξ χρονών, είπεν: Αυτή όμως δεν είναι Καρολίνα· εμείς αγαπούμεν εσένα πιο πολύ. — Τα δύο μεγαλύτερα παιδιά είχαν σκαλώσει ήδη εις το πίσω μέρος της αμάξης και με την παράκλησίν μου τους επέτρεψε να έλθουν μαζί μέχρι της αρχής του δάσους, αν υπόσχοντο ότι δεν θα κάμουν παιγνίδια, και ότι θα κρατούνται καλά.

ΒΕΡΝΑΡΔΟΣ Κάθισε ωστόσ' ολίγο και νέαν έφοδον ας δώσωμε 'ς τ' αυτιά σου, 'πού αρματωμένα διώχνουν την διήγησίν μας, αυτό 'πού δυο νυκτιαίς είδαμ' εμείς. ΟΡΑΤΙΟΣ Ας ήναι· ας καθίσωμ' εδώ· Βερνάρδε, ιστόρησέ τα.

Μα, Δία, αφτό μου τον καημό καν ξάκουσέ μου τώρα· δώσε καν να σωθούμε εμείς κι' απ' τα δεινά να βγούμε, μηδ' άφινε έτσι Δαναούς να σφάζουνται από ΤρώεςΈτσι είπε δάκρια χύνοντας, και συγκινάει το Δία, 245 και τούστρεξε να μη χαθεί Μον να σωθεί τ' ασκέρι.

Α’ ΓΥΝΗ Μα το θεό! αν έφερνε του Άργου το τομάρι πούχε τα μάτια τα πολλά, μπορούσε να την πάρη κι' όλον να βγάλη στη βοσκή τον Δήμον Αθηναίων! ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Ελάτε, τι θα κάνουμε να πούμε τώρα πλέον, όσο ταστέρια φαίνονται στον ουρανό να λάμπουν. Γιατ' η Βουλή, όπου εμείς κ' η φίλες όλες θα 'μπουν, πρέπει να γίνη το πρωί.

Κι' όταν είνε καιρός να θυσιάζετε, σεις κάνετε στρεβλώσεις και δικάζετε. Και για τον Μέμνωνα όταν κρατούμε, και για τον Σαρπηδόνα, τη νηστεία, και οι θεοί εμείς γι' αυτούς πενθούμε, σεις κάνετε σπονδές και άλλ' αστεία. Γι' αυτό, σαν τον Υπέρβολο είχε βγάλη ιερομνήμονα ο κλήρος, οι θεοί του πήραν το στεφάνι απ' το κεφάλι, — με της ημέρες της Σελήνης πάλι να μάθη να μετράη τη ζωή!

Το παιδί, που ήτανε στον κήπο, είδανε κ' οι πατέρες μας στ' όνειρό τους εκείνο κι αυτό πρόσταξε να βόσκουμ' εμείς τα κοπάδια. Πώς μπορεί να το πιάση κανένας; Μικρό είναι και θα φύγη. Και πώς μπορεί να του ξεφύγη κανείς; Φτερά έχει και θα τόνε φτάση. Πρέπει να παρακαλέσουμε τις Νύμφες να μας βοηθήσουνε. Μα μήτε ο Πάνας βοήθησε το Φιλητά, όταν αγαπούσε την Αμαρυλλίδα.