United States or Slovenia ? Vote for the TOP Country of the Week !


Δε θα πας· μουδέ μια βολά, μουδέ μισή βολά. Κιάνε κάμης δίχως τη βουλή μου, θα σου δώσω την κατάρα μου. — Μια και τσ' έταξα, δε μπορώ να φύγω χωρίς να την αποχαιρετήξω. Λυπούμαι τη. Η μητέρα μου άρχισε πάλι να κλαίη και να παραπονάται του Θεού που την αφήκε χήρα μένα παιδί ανεπήκουο. Ήξερε αυτή τι μου χρειαζότανε, μα ντρεπότανε στην ηλικία πούχα φτάσει.

ΑΝΑΧ: Ειπέ μου, Σόλων, εις εκείνους οι οποίοι δεν λέγουν εις τον Άρειον Πάγον τα πλέον αναγκαία, αλλά τα αποσιωπούν, δεν επιβάλλει η βουλή κανένα πρόστιμον; ΣΟΛ. Διατί μ' ερωτάς αυτό; Δεν είνε δυνατόν να το γνωρίζουν οι Αρεοπαγίται.

Τότες του κάνει ο δυνατός αφέντης Αγαμέμνος «Ανάγκη εγώ κι' εσύ, αδερφέ, καμιά βουλή να βρούμε ωφέλιμη, π' απ' τα δεινά να βγάλει και να σώσει στρατό και πλοία, τι άλλαξε ο γιος του Κρόνου γνώμη. 45 Του Έχτορα ίσως πιο πολύ λογιάζει τα σφαχτάρια.

Είπεν η Αρφανούλα προς τον αδελφόν της. — Λες να γλύτωσεν η Βουλή, από τον φοβερόν αυτόν καταποντισμόν; είπεν ο Σπύρος, αναμένων πάντοτε εκλογάς. — Εθεμέλιωσεν ο γέρως, Σπύρο μου, εθεμέλιωσε. Δεν πέφτει, έλεγεν ο Μπάρμπα-Σταυρής, εκεί παρών, μόνον κύτταξε να πιάσης την τσάπα του γέρω Λαχανά. Αυτό που σου λέγω! — Και τι να σκαλίσω; Τα χαλίκια που μου χάρισεν ο ποταμός; — Αυτό που σου λέγω!

Θ' ΓΥΝΗ Γιατί, παρακαλώ; γιατί; δεν πίνουν στη Βουλή κι' αυτοί; ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Είσαι βεβαία; πίνουνε μέσ' στη Βουλή που πάνε; Θ' ΓΥΝΗ Κι' απ' το καλήτερο κρασί, μα τη θεά, ρουφάνε• γι' αυτό κ' η κάθ' απόφασι, που απ' τη Βουλή μας βγαίνει όταν μεθούν, είνε κι' αυτή σαν τούτους μεθυσμένη. Ώ, μα τον Δία το θεό, ρουφάνε, σου το βεβαιώ. ΠΡΑΞΑΓΟΡΑ Τράβα και κάτσε κάτω συ! Είσαι κολοκυθένια!

Και έτσι, ο καθένας μεταχειρίστηκε τη γλώσσα που μιλούσε. Μ' αυτήν έγραψε, μ' αυτήν δίδαξε στο σκολειό, μ' αυτήν μίλησε στη Βουλή κτλ. κτλ. Και πέρασαν αιώνες. Και δούλεψαν και δουλεύουν, και έπλασαν και πλάθουν, και αφίνουν τη γλώσσα τους και τρέχει, και ζουν και βασιλεύουν. Και στους αιώνες αυτούς που πέρασαν, τι έκανε το έθνος το Ελληνικό;

Σάμπως ήρθαν οι Τούρκοι, οι Βενετζιάνοι εμπήκαν στα κάτεργα και αφήσαν εμάς τους δύστυχους. Και ο Καπετάν Κούρμας με τετρακόσους εβγήκε και τους ετζάκισε σε τέσσεραις πάνταις. Ήρθε και ο Φιλόθεος που ο Καπετάν γκενεράλες τον είχε μαζή του, γιατί είχε υπόληψι και στίμα και ακουόνταν απ' όλους τους Ρουμελιώταις και έκαμαν με τον Καπετάν Κούρμα βουλή να πάρουνε και το Ζητούνι.

Και τότε η δέσποινα θεά, η βοϊδομάτα η Ήρα, πήρε να δει πώς του Διός το νου να ξεγελάσει. 160 Κι' αφτή η βουλή τής φάνηκε σαν πιο καλή στο νου της· να πάει στην Ίδα μ' όλες της τις χάρες στολισμένη, μήπως ποθήσει άμα τη δει ναν της χαρεί τα κάλλη, κι' ύπνο θαν τούχυνε στερνά βαθύ και ξεκουράστη πας στα βαριά του βλέφαρα και λιγωμένα σπλάχνα. 165

Για μία φορά που σου έσφαλε, μην αθέτησης τη βουλή, που αποφάσισες να κατορθώσης. ΣΕΒΑΣΤ. Πρώτη ευκαιρία που τύχη, δεν θα μας φύγη. ΑΝΤΩΝ. Ας είναι για βράδυ τώρα, που τους καταπόνεσ' ο δρόμος, δεν θέλει αγρυπνήσουν, μήτε μπορούν, καθώς σαν ήταν ακούραστοι. ΣΕΒΑΣΤ. Κ' εγώ λέω για βράδι· φθάνει. Μουσική σεμνή και παράξενη· και ο Πρόσπερος αποπάνω αόρατος.

«Νά η Μικρούλα ! Νά η Μικρούλα ! ναΣτις δυο η ώρα το πρωί γύρισε ο Νίκος με τη Λιόλια – – Όταν βγήκε το απόγεμα της Κυριακής ο Νίκος απ’ το σπίτι, Πήγε τα-ίσα στο μέρος πούχε πη η θεια Ελέγκω πως θα πάνε να δουν το κομιτάτο : στην Οδό Σταδίου αντίκρυ απ' τη Βουλή, αποπάνω απ’ τον «Αβέρωφ». Στο δρόμο έδωσε τρεις δραχμές και πήρε μια μεγάλη σακκούλα χαρτοπόλεμο και ένα μάτσο σερπαντέν, για νάχη η Λιόλια να ρίχνη . . . Όλα τα παράθυρα του σπιτιού ήτανε γεμάτα κόσμο· κι αποπίσω τους ήταν κι άλλοι πολλοί ανεβασμένοι σε καρέκλες.